Ο μαγικός καθρέφτης




        Ο Στράτος γύρισε κουρασμένος στο άδειο σπίτι. Έβγαλε βιαστικά τα παπούτσια και τις κάλτσες του, τράβηξε με μια απότομη κίνηση το λεπτό φούτερ πετώντας το στην καρέκλα, αποδεσμεύτηκε με μια κίνηση από το τζιν παντελόνι αφήνοντάς το στο πάτωμα κι έμεινε με τα εσώρουχα.
Άνοιξε το ψυγείο ψάχνοντας κάτι να φάει. Είχε πάλι ξεχάσει να εφοδιαστεί με τα απαραίτητα κι αυτό από την μία τον έκανε να θυμώνει με τον εαυτό του και από την άλλη του δημιουργούσε ένα αίσθημα παραίτησης. Η βαριά μυρωδιά από τρόφιμα ξεχασμένα του χτύπησε την μύτη και τον έκανε να το κλείσει βιαστικά, αφού έβγαλε πρώτα μία παγωμένη μπύρα.
Έψαξε στα ράφια να βρει κάτι φαγώσιμο , κάποια ξεχασμένη κονσέρβα, κάποιο από τα εύκολα έτοιμα φαγητά, αλλά δεν βρήκε τίποτα. Σήκωσε το κινητό του για να παραγγείλει κάτι απ’ έξω όταν διαπίστωσε πως είχε τελειώσει η μπαταρία του. Βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του κι ετοιμάστηκε να το βάλει να φορτίσει , όταν άξαφνα το φως έσβησε.
«Ωραία, πιάσαμε πάτο» μούγκρισε ενώ έψαχνε στα τυφλά τον αναπτήρα του. Άνοιξε το ντουλάπι κι έβγαλε ένα κερί. Το άναψε με τον αναπτήρα κι άναψε μ’ αυτό το τσιγάρο που κρεμόταν εδώ και λίγη ώρα στα χείλη του. «Κομμένη η επικοινωνία με τον έξω κόσμο» σκέφτηκε «και με τον μέσα» άκουσε μια φωνή να μουρμουρίζει, την δική του βραχνή από τα τσιγάρα φωνή.
Στάθηκε για μια στιγμή αναποφάσιστος μπροστά στην ντουλάπα . Θα έπρεπα να ντυθεί και να βγει έξω. Να μην μείνει μόνος. Η μοναξιά είναι κακός σύμβουλος όταν σε τυλίγει το φως των κεριών. Δεν είχε όμως νόημα να πάει κάπου έξω. Κι εκεί φυλακισμένος στο ίδιο κλουβί θα ήταν, στο κλουβί που μόνος άνοιξε την πόρτα για να μπει πιστεύοντας πως θα έμπαινε στον Παράδεισο.
Πήρε το κερί και στάθηκε μπροστά στον παλιό καθρέφτη. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει και το γκρίζο τους ταίριαζε με την διάθεσή του κι αυτήν την παραίτηση στα χείλη και στα μάτια. Πολεμούσε για να αναπνεύσει κι αυτή η μάχη τον εξαντλούσε. Τράβηξε μια μεγάλη τζούρα από το τσιγάρο και καθώς πήγε να το τραβήξει με το αριστερό του χέρι κόλλησε στα χείλη του κι έπεσε κάτω. Το παρατήρησε για λίγο να αργοσβήνει χωρίς να έχει την δύναμη ούτε να θυμώσει , όταν με την άκρη του ματιού του έπιασε μια κίνηση στον καθρέφτη.
Σήκωσε τα μάτια του και έκπληκτος είδε αντί για το είδωλό του μια γυναίκα. Ακούμπησε δίπλα του το κερί και κοίταξε ξανά κλεφτά σίγουρος πως είχε παραισθήσεις από την κούραση, την πείνα και τον ατελείωτο εκνευρισμό. Η γυναίκα ήταν ακόμα εκεί με κι άπλωνε το χέρι της προς το μέρος του χαμογελώντας τρυφερά. Έκανε ένα βήμα πίσω κι είδε το χαμόγελο της να μεγαλώνει.
Κάτι ξεχασμένο ξύπνησε μέσα του στην θέα αυτού του χαμόγελου. Κάτι που είχε θάψει μαζί μ’ εκείνη την πλευρά του εαυτού του που πίστευε πως είχε χάσει για πάντα κι ήταν η αιτία που συμβιβάστηκε. Συμβιβάστηκε γιατί δεν πίστευε πως μπορούσε να αλλάξει ούτε καν τον ίδιο του τον εαυτό. Κοίταξε ξανά την γυναίκα στον καθρέφτη και θυμήθηκε.
Άξαφνα άναψαν όλα τα φώτα κι η μουσική από το ράδιο που έπαιζε στη διαπασών το «Wonderful tonight” του Clapton , αντί να τον συνεφέρει τον γύρισε πίσω. Τότε που έπαιζε μουσική. Τότε που έγραφε μουσική. Τότε που ήξερε να εκφράζει τα συναισθήματά του. Τότε που δεν ήταν γρανάζι αλλά μηχανή στον τροχό του χρόνου. Βρήκε την ξεχασμένη κιθάρα του και την πήρε στην αγκαλιά του τρυφερά κοιτώντας τον καθρέφτη , που δεν έδειχνε τίποτα άλλο πια, παρά το είδωλό του.
Τα δάχτυλα, ο καρπός, το χέρι του μέχρι επάνω στον ώμο πιάστηκαν σχετικά σύντομα, αλλά αυτός συνέχισε να παίζει μέχρι που η θύμηση με το σήμερα έγιναν ένα. Ήταν καλός. Όπως σε οτιδήποτε αφιέρωνε τον εαυτό του ή έστω ένα μέρος του. Το ήξερε και τότε και τώρα. Τώρα όμως δεν υπήρχε κάτι ή κάποιος να τον ενθαρρύνει, να τον κάνει να νιώθει μοναδικός, όπως τότε.
Ξύπνησε περίεργα ορεξάτος και κεφάτος το άλλο πρωινό. Του άρεσε η δουλειά του αν και εδώ και καιρό δεν αντιμετώπιζε προκλήσεις τέτοιες , που να τον κάνουν να αισθάνεται πως πραγματικά κάνει κάτι αξιόλογο . Αυτό ίσως ήταν που τον έκανε να αισθάνεται ημιτελής. Αυτό καθώς και όλα τα όνειρα που άφησε στην μέση, την μουσική, τον έρωτα, ακόμα και τον γάμο του.
Έφυγε για το πρώτο ραντεβού της ημέρας με μια αίσθηση παραίτησης κι αδιαφορίας. Ήξερε εκ των προτέρων πως θα εξελισσόταν. Ήξερε τις απαιτήσεις του πελάτη, ήξερε τον χρόνο αποκατάστασης, ήξερε τον χρόνο που θα ξόδευε για να δικαιολογήσει το συμβόλαιο που είχε με την εταιρεία που δούλευε. Όλα ήταν προκαθορισμένα. Μέχρι που έφτασε εκεί.
Την είχε δει πολλές φορές μέχρι εκείνη την μέρα, αλλά τίποτα δεν τον είχε προετοιμάσει για την έκπληξη. Την αναγνώρισε όχι όταν τον κοίταξε, ούτε όταν του χαμογέλασε , αλλά από μια στιγμή που έκλεψε απ’ αυτήν, την στιγμή που αντίκριζε τον καθρέφτη του χρόνου τεντώνοντας το κορμί της νωχελικά για να διώξει την ένταση της ημέρας. Τότε την είδε πραγματικά για πρώτη φορά. Εκείνη την στιγμή κατάλαβε πως είναι η γυναίκα του καθρέφτη.
Λίγους μήνες μετά οι συναντήσεις μέσω του καθρέφτη έγιναν πιο τακτικές, όλο και πιο τακτικές κι αυτό του δημιούργησε μια ανάγκη που δεν ήξερε πως υπήρχε. Την ανάγκη να γυρίσει πίσω τον χρόνο και να βρει τον χαμένο του εαυτό, την ανάγκη να εκφράσει τα συναισθήματά του και να εκφραστεί μέσω αυτών, την ανάγκη να είναι ο άντρας που ονειρεύτηκε να είναι.
Δεν σκόπευε να της μιλήσει για όσα αισθανόταν γι’ αυτήν. Ούτε έλπιζε πως ο καθρέφτης θα είχε κάτι να του δείξει εκτός από την απόρριψη του ονείρου. Εκείνο το βράδυ όμως, κάτι τον έσπρωξε να βγει από το καβούκι του, να αφήσει τους ενδοιασμούς και τις φοβίες και να της πει πως την αγαπάει. Δεν περίμενε τίποτα εκτός από το να χάσει ακόμα κι εκείνες τις κλεμμένες στιγμές που έβλεπε τον εαυτό του στα μάτια της.
Η εξέλιξη ήταν μαγευτική και αναπάντεχη. Σαν πραγματικό είδωλο του ίδιου, του επέστρεψε όλο το πάθος, την αγάπη, τον έρωτα , τα κλειδωμένα συναισθήματα , επεκτείνοντας και εντείνοντας την αίσθηση πως το άλλο του μισό ήταν εκεί, απέναντι στο μαγικό καθρέφτη ,απέναντι σ’ αυτό το χαμόγελο, απέναντι στην κρυμμένη ομορφιά της ψυχής του.
Μετά από πολλά χρόνια, άφησε τον εαυτό του ελεύθερο και αφέθηκε χωρίς αλεξίπτωτο, χωρίς πυξίδα, χωρίς προφυλάξεις σ’ αυτόν τον έρωτα που του έδειχνε πως δεν είναι μόνος, πως αυτό που ονειρευόταν υπήρχε, πως αυτό που περίμενε δεν ήταν ουτοπία. Σαν πρωτόβγαλτος ναυτικός, μαγεύτηκε από την απύθμενη και απέραντη θάλασσα των αισθήσεων και των παραισθήσεων που προκαλεί η παρατεταμένη επαφή με το ταξίδι στο απέραντο γαλάζιο, εκεί που δεν ξεχωρίζεις αν είναι ο ουρανός ή η θάλασσα που διαγράφει τον ορίζοντα του μέλλοντος.
Αν δεν ήταν τόσο ρασιοναλιστής, θα πίστευε πως του είχαν κάνει μάγια. Αν δεν ήταν τόσο ρεαλιστής , θα πίστευε πως ζούσε στο όνειρο. Αν δεν είχε τόσα αγκάθια αυτός ο έρωτας, θα πίστευε πως το κόκκινο τριαντάφυλλο που της έδωσε θα έφτανε για να προδιαγράψει ένα αύριο γεμάτο ροδοπέταλα. Όμως δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά, δεν μπόρεσε να γίνει ακόμα κι όταν θέλησε να ξεχάσει ποιος ήταν και γιατί. Η αμφιβολία ήταν πιο δυνατή από την πίστη.
Πέρασε πολλά βράδια κοιτώντας, ερευνώντας, αναλύοντας κάθε εικόνα που περνούσε μπροστά του στον μαγικό καθρέφτη. Κάθε φορά που σήκωνε το κερί για να την δει απέναντι του ανακάλυπτε και κάποια ατέλεια στο χαμογελαστό είδωλο. Και κάθε φορά θύμωνε με τον εαυτό του που έψαχνε για ψεγάδια, όσο και με την γυναίκα που δεν τα έκρυβε ,αλλά αντιθέτως τα τόνιζε φέρνοντας τα πιο κοντά στο φως.
Τον πονούσε και τον διέλυε αυτή η διαδικασία όσο και την γυναίκα , που μέρα με την μέρα έβλεπε να χάνει το χαμόγελο και τα άστρα των ματιών της. Κάτι μέσα του αντιστεκόταν στο παραμύθι με το αίσιο τέλος, στο δικό τους παραμύθι που θα τους έφερνε μαζί, όχι απέναντι , αλλά δίπλα τον έναν στον άλλο. Ένας αντικατοπτρισμός δεν μπορεί να γίνει ποτέ πραγματικότητα σκεφτόταν και ο καθρέφτης δείχνει τα πράγματα αντεστραμμένα, τόσο τα καλά όσο και τα κακά.
Άπλωσε τα χέρια του να την αγγίξει και την είδε να κάνει το ίδιο από την άλλη πλευρά. Τα χέρια τους ενώθηκαν εικονικά, πάνω στον κρύο καθρέφτη, τον μέχρι τότε παράθυρο στον έρωτα, το σύνορο της επαφής τους και τώρα το εμπόδιο ανάμεσά τους. Ήθελε την ζεστασιά της αλλά εισέπραττε μόνο την παγωνιά της απόστασης. Χτύπησε θυμωμένος τις γροθιές του στον καθρέφτη.
Θα καταλάβαινε την ρωγμή ακόμα κι αν δεν την έβλεπε, ακόμα κι αν δεν αντίκριζε το αίμα να κυλάει από τα δάχτυλά του, θα την καταλάβαινε και με κλειστά τα μάτια από τον πόνο που ένιωσε να τον κόβει στα δύο. Πήγε παραπατώντας μέχρι το κρεβάτι και ξάπλωσε προσπαθώντας να ηρεμίσει, να κοιμηθεί, να ξαποστάσει. Έπρεπε να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του πριν την αντικρίσει ξανά.
Λίγη ώρα αργότερα στάθηκε γυμνός μπροστά στον καθρέφτη, έτοιμος να αντιμετωπίσει αυτήν και τον εαυτό του, αποφασισμένος να τελειώνει με αυτό το παιχνίδι παραλόγου μια κι έξω. Όταν στάθηκε απέναντί της κι είδε τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια της ενώ προσπαθούσε να του χαμογελάει ένιωσε έναν τρελό θυμό μέσα του που δεν μπόρεσε να ελέγξει.
«Γιατί άργησες τόσο να έρθεις;» την ρώτησε. «Πόσους πριν από μένα περίμενες με το ίδιο κερί, με το ίδιο χαμόγελο, για πόσους έγινες ο καθρέφτης τους;». Την είδε να κρατά την ανάσα της πριν τον πλησιάσει, ενώ τα μαύρα μάτια της έλαμπαν από τα δάκρυα και τον έρωτα, το φως που τον τράβηξε κοντά της.
«Για σένα θέλησα να περάσω από την άλλη πλευρά, να μην είμαι όνειρο της νύχτας, να μην είμαι είδωλο, να είμαι πραγματική. Για σένα κρατώ αναμμένο το κερί εδώ και χρόνια, για σένα αγάπη μου θα είμαι εδώ, μέχρι να φέρεις δίπλα σου μέχρι να με κάνεις γυναίκα σου» του απάντησε και κόλλησε τα χείλη της πάνω στην ρωγμή απλώνοντας ταυτόχρονα και τα δυο χέρια προς το μέρος του.
Ο Στράτος άπλωσε τα δικά του και την τράβηξε δυνατά προς το μέρος του , ενώ θραύσματα του καθρέφτη έπεφταν γύρω τους. Βρέθηκε στην αγκαλιά του κι ο χρόνος σταμάτησε εκεί, σ’ εκείνη την στιγμή που βυθίστηκε στα μάτια της και ένιωσε το κορμί της να τρέμει κάτω από τα χέρια του.
Ξύπνησε νιώθοντας ένα κενό που ολοένα μεγάλωνε και μια αγωνία, που δεν ήξερε τι την προκαλούσε. Κοίταξε το άδειο μαξιλάρι δίπλα του και καταράστηκε τα όνειρα και την πίκρα του πρωινού. Είδε τα αίματα που ξεκινούσαν από το κρεβάτι του και οδηγούσαν μέχρι τον σπασμένο καθρέφτη.
Άπλωσε το χέρι του και φόρεσε τα γυαλιά του μια κίνηση μηχανική, που του έδινε τον χρόνο να σκεφτεί λογικά πριν σηκωθεί. Πήγε ξυπόλυτος μέχρι τον σπασμένο καθρέφτη, προσέχοντας να μην πατήσει πάνω στα κομμάτια που γυάλιζαν γύρω του, στέλνοντας κομμένες εικόνες και κλεμμένο φως παντού στο δωμάτιο.
Στάθηκε λίγη ώρα παρατηρώντας τα μέρη που παραμορφωμένα αντικαθρεφτιζόταν σ’ ότι είχε απομείνει από τον παλιό καθρέφτη. Το αριστερό του μάτι με το σημαδάκι, το χέρι με τα ματωμένα δάχτυλα, τα χείλη του που μόρφαζαν, το λιωμένο κερί.
Φόρεσε τις παντόφλες του και μάζεψε με προσοχή τα σπασμένα κομμάτια. Έβαλε την ηλεκτρική σκούπα και εξαφάνισε τα θρύψαλα που είχαν απομείνει. Πήρε τον καθρέφτη στα χέρια του και μεθοδικά ξεκόλλησε τα κομμάτια που είχαν απομείνει πάνω του, μέχρι που έμεινε μόνο το ξύλο με την κόλλα να γυαλίζει ακόμα επάνω του σαν ξεχασμένη διαδρομή.
Όταν την πρωτοείδε στον καθρέφτη πίστεψε πως αν ποτέ σπάσει ο καθρέφτης, θα έχει την υπομονή να τον κολλήσει φτιάχνοντάς τον από την αρχή. Πίστευε πως θα τον έκανε καλύτερο από πρώτα, μόνο και μόνο για να βλέπει αυτήν όταν ξυπνάει. Τώρα συνειδητοποιούσε πως θα ήταν άχρηστος. Δεν θα έβλεπε παρά κομμάτια που θα τον έκαναν να θυμάται πως ήταν κάποτε.
Έκλεισε σφιχτά την σακούλα με τα σπασμένα κομμάτια, βάζοντας μαζί και το λιωμένο κερί. Ήξερε πως δεν θα τον καταλάβαινε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ντύθηκε σε λίγα λεπτά, πήρε την σακούλα και κλείδωσε την πόρτα πίσω του. Πέταξε τα σκουπίδια κατεβαίνοντας και πήγε προς το αμάξι του.
Είδε το σημείωμα στην πόρτα του οδηγού και χωρίς να το διαβάσει το δίπλωσε και το έβαλε στην τσέπη του. Ήξερε τι έγραφε. Ήταν σίγουρος πως θα ερχόταν να τον βρει την ίδια κιόλας μέρα. Αλλά γι’ αυτόν το σήμερα ήταν πολύ αργά. Ο μαγικός καθρέφτης δεν υπήρχε πια.

5 σχόλια:

  1. Μαγικό............

    αλλά τέλος δεν υπάρχει στις Ιστορίες Ζωής...
    ούτε στα παραμύθια, μάτια μου....

    και το ξέρεις καλύτερα από μένα..

    http://www.youtube.com/watch?v=Ej1zMxbhOO0

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. http://www.youtube.com/watch?v=h1cm5wV-3j4&feature=related


    Όλα τα φιλιά μου Δικά σου....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Το τέλος των ιστοριών και των παραμυθιών δεν τα καθορίζει ο συγγραφέας μάτια μου :)
    Τέλος είναι όταν σταματάς να ελπίζεις στις ιστορίες και τα παραμύθια, στην μαγεία των συναισθημάτων και στην γεύση που αφήνει το γλυκό του κουταλιού...κάποιοι μένουν με το κουτάλι...και το ξέρεις καλύτερα από μένα..:)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Με καθηλώνεις κάθε φορά….
    Οι σκέψεις οργιάζουν διαβάζοντας ….νοιώθω ενσωματώνομαι και το ζω!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Αγαπημένη Sellini,
    Εύχομαι αυτό που ζεις να αξίζει το σπάσιμο του καθρέφτη και τα επτά χρόνια γουρσουζιάς...

    ΑπάντησηΔιαγραφή