Το τσιρότο




Πώς φτάσαμε ως εδώ; Αναρωτήθηκε η Φιλομένη ενώ σκούπιζε τα δάκρυα που κυλούσαν χωρίς σταματημό από τα μάτια της. Τι ήταν πιο σημαντικό από την αγάπη; Τι ήταν πιο πολύτιμο από το όνειρο που άφησαν να φύγει μέσα από τα χέρια τους; Πόσο έπρεπε να πληρώσουν γι’ αυτόν τον έρωτα; Πόσο καιρό ακόμα θα άντεχε;
Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Δεν τολμούσε να γυρίσει να τον κοιτάξει για να μην δει το αδιάφορο βλέμμα του. Δεν τολμούσε να του μιλήσει γιατί ό,τι κι αν έλεγε δεν οδηγούσε παρά σε ατελείωτες παρεξηγήσεις. Δεν τολμούσε να τον αγγίξει γιατί φοβόταν μην απορρίψει το χάδι της. Δεν τολμούσε τίποτα πια.
Είχε εξαντλήσει κάθε τρόπο να τον πλησιάσει ξανά. Κι είχε εξαντληθεί. Δεν είχε δύναμη ούτε να αναπνεύσει. Η ανάσα της ήταν αυτός. Κι αυτός ήταν απών. Η απουσία του γινόταν πιο έντονα αισθητή όταν ήταν μαζί. Είχε μείνει μόνη.
Δεν είχε φοβηθεί ποτέ κανέναν στην μέχρι σήμερα ζωή της. Εδώ και λίγο καιρό όμως φοβόταν αυτόν, τον μέχρι χθες άντρα, σύντροφο, εραστή και φίλο της. Της είχε ζητήσει να ακουμπήσει επάνω του όλη της την ύπαρξη, να βρει στήριγμα και απάγκιο στην αγάπη του. Κι αυτή για πρώτη φορά στην ζωή της, άφησε τον εαυτό της έρμαιο στα χέρια και στην καρδιά του.
Πονούσε τόσο που χρειαζόταν να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να σηκωθεί από το κρεβάτι της το πρωί. Κι όταν τελικά τα κατάφερνε προσπαθούσε να οπλιστεί με αισιοδοξία, να σηκώσει την ασπίδα της αγάπης, να πάρει για ξίφος την ελπίδα και να χαράξει μια καινούρια μέρα γι’ αυτούς. Την έβγαζε εκτός μάχης όλο και πιο εύκολα, όλο και πιο γρήγορα.
Τον εμπιστευόταν απόλυτα και δεν αμφέβαλλε ποτέ για την δύναμη της αγάπης τους. Όσα κι αν είχαν γίνει μεταξύ τους δεν μπόρεσαν να το αλλάξουν αυτό. Δεν εμπιστευόταν όμως τον εαυτό της πια. Ο έρωτάς της είχε γίνει μια μαύρη τρύπα που ρουφούσε όλη της την ενέργεια και την άφηνε ξέπνοη να ψάχνει τρόπο να επιβιώσει στην καθημερινότητά της. Συχνά δεν τα κατάφερνε.
Χρόνια είλωτας του εφιάλτη και της αϋπνίας είχε βρει στην αγκαλιά του το φάρμακο που χρειαζόταν. Αυτό το φάρμακο έγινε φαρμάκι από εκείνην την πρώτη φορά, που την άφησε μόνη. Κι αυτή συνέχιζε να φαρμακώνεται έκτοτε χωρίς να μπορεί να βρει τον δρόμο της επιστροφής.
Άρχισε να πίνει. Στην αρχή λίγο για να χαλαρώσει, μετά λίγο περισσότερο για να κοιμηθεί, μετά ακόμα περισσότερο για να μην βλέπει εφιάλτες, μετά άσκοπα για να βγάλει την βραδιά. Η μοναξιά ήταν σκληρή πάντα, αλλά τώρα ήταν αβάσταχτη κι αυτός έδειχνε να το αγνοεί.
Είχε την πεποίθηση πως ότι κι αν συνέβαινε θα μπορούσαν να το συζητήσουν και να το λύσουνε μαζί. Είχε πολλά χρόνια που πίστευε πως τα ανείπωτα στοιχειώνουν μυαλό, καρδιά και ψυχή και διαγράφουν μονοκονδυλιά όσα έχουν γίνει ή ειπωθεί πριν. Και τώρα ανακάλυπτε έντρομη πως δεν μπορούσε να του μιλήσει.
Σαν όμηρος με το τσιρότο στο στόμα, αγωνιζόταν να αναπνεύσει και τα λόγια της χανόταν καθώς το μόνο που ακουγόταν ήταν άναρθρες κραυγές. Τον κοιτούσε προσπαθώντας να πει με τα μάτια όσα το φιμωμένο της στόμα δεν μπορούσε, αλλά αυτός δεν τα έβλεπε. Κι όταν τα έβλεπε δεν ήθελε να διαβάσει αυτά που του έλεγαν.
Τράβηξε δυνατά το τσιρότο από τα χείλη της προσπαθώντας να απελευθερώσει τις φυλακισμένες λέξεις, τις προτάσεις , τα συναισθήματα, την αγάπη . Το τράβηξε βίαια κι έμεινε για ώρα κοιτώντας το λερωμένο με αίμα αυτοκόλλητο.
Σήκωσε τα τρεμάμενα χέρια της στο πρόσωπό της ψηλαφώντας απαλά σαν τυφλός που ψάχνει να μάθει με την αφή καινούρια μονοπάτια. Ανατρίχιασε από την φρίκη επιβεβαιώνοντας με την αφή αυτό που η όραση της έδειχνε.
Πήρε το ματωμένο τσιρότο που πάνω του ήταν κολλημένα τα χείλη της στο ύστερο φιλί και το έβαλε στην τσάντα της. Έβγαλε το άχρηστο κραγιόν, ζωγράφισε μ' αυτό στον καθρέφτη του μπάνιου το φιλί που θα του έδινε, έγραψε τις λέξεις που θα του έλεγε και το πέταξε στο καλάθι των αχρήστων. Έφυγε προτού να ξημερώσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου