Τα κόκκινα παπούτσια



Η Γαβριέλα κοίταξε το φεγγάρι απέναντί της ενώ οδηγούσε στην εθνική οδό επιστρέφοντας σπίτι. Ήταν απόγευμα κι ο ήλιος έλαμπε στον ασυννέφιαστο ουρανό, αλλά το φεγγάρι είχε αποφασίσει να κάνει παράταιρα την εμφάνισή του.

Χλωμό και διάφανο κι όμως τόσα πολλά υποσχόμενο για την σημερινή βραδιά σκέφτηκε, ενώ ένα μεγάλο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της καθώς έπιανε το κινητό της καλώντας τον Σταμάτη. «Που είσαι; Βγες έξω! Έχει ένα υπέροχο φεγγάρι ακριβώς μπροστά μου να με οδηγεί!» του είπε πατώντας απότομα φρένο γιατί παρέλειψε να κοιτάξει τα φανάρια που είχαν γίνει κόκκινα.

Έπρεπε να μαζέψει το μυαλό της και να ανασυγκροτηθεί αν ήθελε να είναι ζωντανή σήμερα το βράδυ. Δεν του το είπε. Δεν του έλεγε όσο μπορούσαν να τον εκνευρίσουν και να χαλάσουν τις ώρες που ήταν μαζί , παρά μόνο αν την ρωτούσε. Τότε δυσκολευόταν να αποφύγει τους υφάλους και σήμερα ήθελε οπωσδήποτε να τους αποφύγει.

Περίμενε εδώ κι ένα χρόνο την σημερινή μέρα. Τα είχε κάνει όλα σύμφωνα με τις πανάρχαιες οδηγίες. Είχε βάλει τους σπόρους μια αφέγγαρη νύχτα του Νοέμβρη, είχε ποτίσει με το δάκρυ της τις ρίζες των φυτών με το νέο φεγγάρι του Γενάρη, είχε στάξει το αίμα της στα πρώιμα μπουμπούκια στα μισά του φεγγαριού τον Απρίλη, γυάλιζε με την ανάσα της τα φύλλα κάθε μισοφέγγαρο για ένα χρόνο μέχρι που το νεραιδόφυτο έφτασε στην ωρίμανσή του. Περίμενε λίγο ακόμα μέχρι να τους φωτίσει το φως της ολόγιομης σελήνης του Μαΐου.
Τώρα ήταν έτοιμο να δώσει τους καρπούς του κι αυτή ήταν έτοιμη να τους γευτεί. Είχε κάνει πολύ υπομονή μετρώντας τις πανσέληνους που περνούσαν. Πλησίαζαν Χριστούγεννα. 
Κοίταξε άγρια ένα συννεφάκι που εμφανίστηκε από το πουθενά θαρρείς μπροστά στα μάτια της. Τρίτη έπεφτε η πανσέληνος. Θα προτιμούσε φυσικά να ήταν Παρασκευή ή Σάββατο, αλλά η μέρα δεν άλλαζε την άγρια χαρά που ένιωθε. Υπάρχουν πράγματα που μπορούν να περιμένουν την ιδανική στιγμή, τις ιδανικές συνθήκες, τις ιδανικές μέρες, αλλά αυτό δεν άνηκε σ’ αυτά.

Γιατί κάποια από αυτά, αν περιμένεις να τα πετύχεις στην ιδανικότερη στιγμή τους, τα έχεις χάσει για πάντα. Κι αυτήν δεν ήθελε να το χάσει. Δεν είχε την πολυτέλεια να περιμένει. Είχε ήδη χάσει τον προηγούμενο Μάη. Κι ακόμα περισσότερους πριν από αυτόν. Δεν θα επέτρεπε στο κυνήγι της τελειότητας να γίνει τροχοπέδη του ονείρου.

Γύρισε σπίτι , ετοίμασε έναν καφέ κι έκατσε στο μπαλκόνι. Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν απελπιστικά αργά. Ένιωσε πως όλη της η ύπαρξη είχε κρεμαστεί πάνω στους λεπτοδείχτες του ρολογιού και τους βάραιναν. Πήρε βαθιές ανάσες και προσπάθησε να αγνοήσει το ρολόι και το βάρος του χρόνου που κυλούσε. Έκλεισε για λίγο τα μάτια της και τα ξανάνοιξε μετά από λίγο χαμογελώντας.

Πάντα παραξένευε ακόμα και την ίδια, ο τρόπος που μπορούσε να περνάει από την απόλυτη απελπισία στην απόλυτη χαρά μέσα σε κλάσματα του δευτερόλεπτου. Η συναισθηματική αυτή τραμπάλα, άλλοτε ήταν αρωγός κι άλλοτε εχθρός, ανάλογα με το τι διακυβευόταν κι αν είχε κάτι να αντιμετωπίσει ή να προσπεράσει με αυτήν την ταλάντωση. Ήταν φορές που αυτό την διέλυε πιότερο κι από το ίδιο το πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει, αλλά σήμερα της έδωσε φτερά.

Πήρε το μικρό μπλοκάκι που δεν αποχωριζόταν ποτέ κι άρχισε να γράφει λέξεις ασύνδετες μεταξύ τους. Ήταν το αγαπημένο της παιχνίδι. Να βρίσκει το κοινό στα αταίριαστα, να βρίσκει το δρόμο που ενώνει τις λέξεις κάνοντάς τες φράσεις , προτάσεις, παραγράφους, παραμύθι. Ταίριασμα. Ταίρι. Ταιριάζω. Πως βρίσκεις γλώσσα στην Βαβέλ του συναισθήματος για να φτάσεις τον πύργο ως τον ουρανό.

Κοίταξε τα πόδια της που μένανε πεισματικά ριζωμένα στην γη και μετά τον ουρανό. Το φεγγάρι επιτέλους έκανε την εμφάνιση του φωτίζοντας τον σκούρο ουρανό. Βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε γεμάτη προσμονή το πράσινο περίεργο φυτό γεμάτο βαριούς καρπούς. Έμεινε για μια στιγμή με το χέρι μετέωρο πριν αρπάξει αποφασιστικά έναν από αυτούς.

Με τρεμάμενα δάχτυλα τον άνοιξε. Ήταν σαν να ξετύλιγε ένα δώρο ντυμένο με πράσινα φύλλα. Στο βάθος φώλιαζε ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια. Τα πήρε χαμογελώντας στα χέρια της και τα έστρεψε ώστε να λουστούν το φως του φεγγαριού.

Πήγε με χοροπηδητά βήματα στο δωμάτιό της και τράβηξε τις κουρτίνες ώστε το φεγγαρόφως να γεμίσει το χώρο με το ασημί του φως. Ακούμπησε προσεχτικά τα παπούτσια μπροστά στον καθρέφτη κι έβγαλε βιαστικά τα ρούχα της πετώντας τα προς όλες τις κατευθύνσεις. Στράφηκε προς το φεγγάρι αφήνοντας το φως του να αγγίξει το γυμνό της κορμί, παίρνοντας κάτι από την λάμψη του.

Άνοιξε την ντουλάπα κι έβγαλε το λευκό φόρεμα που το φόρεσε κατάσαρκα χωρίς εσώρουχα από κάτω. Έσφιξε την μέση της με μια κόκκινη μεταξωτή κορδέλα κι άφησε τα μαλλιά της να πέσουν ελεύθερα στους ώμους της. Με τρεμάμενα δάχτυλα από την προσμονή φόρεσε τα κόκκινα παπούτσια, που ήταν ακριβώς στο νούμερό της κι έκανε το πρώτο διστακτικό βήμα.
Έξω τα φωτάκια των στολισμένων μπαλκονιών άναβαν και έσβηναν κρατώντας ένα σταθερό ρυθμό σαν βήματα χορού. Κι αυτή άρχισε να χορεύει. Όλα ήταν ρυθμός για χορό. Έγειρε πίσω το κεφάλι της και γέλασε μετά από πολύ καιρό με την ανακούφιση των μεθυσμένων.
Συνέχισε να χορεύει. Κι όσο πλησίαζε στο σπίτι του Σταμάτη ο χορός γινόταν πιο έντονος, ένα τρελό στροβίλισμα σαν φύλλο που το παίρνει ο αέρας φυσώντας. Σταμάτησε με την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή έξω από το σπίτι του.
Χτύπησε την πόρτα γελώντας ακόμα και χορεύοντας. Περίμενε λίγη ώρα ενώ δεν σταματούσε να χορεύει, να χορεύει και να ελπίζει. Μισή ώρα μετά τα παπούτσια σταμάτησαν μόνα τους τον τρελό χορό.
Άνοιξε την πόρτα με το κλειδί που της είχε δώσει πριν από πολύ καιρό, τότε που έσπειρε τα νεραιδοπάπουτσα στο μπαλκόνι της, τότε που πίστευε πως την είχε αγαπήσει.
Μπήκε στις μύτες μέσα στο τόσο οικείο και ταυτόχρονα τόσο ξένο σπίτι. Κάθισε δισταχτικά την αριστερή καρέκλα, αυτήν που ήταν η δική του όταν συνυπήρχαν. Ένιωσε να γεμίζουν τα ρουθούνια της από την μυρωδιά του κι αυτό την παρέλυσε, ενώ η λύπη άρχισε να πέφτει πάνω της σαν βαρύ χειμωνιάτικο πάπλωμα.
Έκατσε αρκετή ώρα αναλογιζόμενη πως έφτασαν εκεί. Κοίταξε τα κόκκινα παπούτσια που φορούσε και το Χριστουγεννιάτικο δέντρο μπροστά της, Ο χρόνος έμεινε ακίνητος για τόση ώρα που μπορεί να ήταν ένα δευτερόλεπτο ή ένας χρόνος . Ίσως να ήταν και τα δύο για την Γαβριέλα. Αυτό σκέφτηκε ενώ έβγαζε τα κόκκινα παπούτσια από τα πρησμένα πόδια της.
Ήταν πολύ μεγάλη για να πιστεύει στα παραμύθια κι όμως κάτι μέσα της πάντα αντιστεκόταν στην στείρα λογική αυτών που δεν πίστευαν σε τίποτα. Δεν υπάρχει μέση σε αυτό. Ή πιστεύεις ή όχι αποφάνθηκε. Χωρίς αποδείξεις, χωρίς ισολογισμούς, χωρίς γιατί.
Κοίταξε με ένα περίεργο χαμόγελο το Χριστουγεννιάτικο δέντρο μπροστά της. Είχε ελπίσει σε τόσα, είχε επενδύσει τόσα, είχε δώσει όλο της το είναι περιμένοντας αυτόν τον χορό δίπλα στο δέντρο, έτσι όπως λέγανε οι προφητείες και το παραμύθι.
Κρέμασε πρώτα το ένα και μετά το άλλο παπούτσι στο δέντρο. Δεν ήξερε να πει αν ήταν τα φωτάκια που τα έκαναν να δείχνουν πως χορεύουν ή η ίδια τα έβλεπε έτσι μέσα από τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια της.
Και τότε ξαφνικά άρχισε να χορεύει ξανά. Τα ξυπόλυτά της πόδια βρήκαν τον δρόμο για την έξοδο. Χόρευε σαν τρελή μέχρι να φτάσει σπίτι, μέχρι να ξαναπάει στο μπαλκόνι με το μαγικό φυτό. Σωριάστηκε δίπλα του κλαίγοντας και γελώντας. 
Δεν έφταιγε κανείς. Τα νεραιδοπάπουτσα κάνανε αυτό που ήταν προορισμένα να κάνουν. Το ίδιο κι αυτή. Το ίδιο κι ο Σταμάτης. Ήταν λάθος η εποχή, λάθος το μέτρημα. Ένα φεγγάρι δεν έλουσε με το φως του το φυτό της. Θυμήθηκε την μέρα που την άφησε μόνη πρώτη φορά. Για πρώτη φορά στην διάρκεια αυτής της μέρας συνειδητοποίησε πως είχε κρύο. Ανατρίχιασε και άρχισε να τουρτουρίζει.
Ξερίζωσε με τα χέρια της το φυτό που με τόση λαχτάρα ανάθρεψε μονολογώντας και βρίζοντας με τα παγωμένα της δάχτυλα να πονάνε σε κάθε κίνηση. Σηκώθηκε με κόπο κοιτώντας τα χέρια της που ήταν γεμάτα χώματα και τα νύχια της που είχαν μαυρίσει. Το τσάκισε χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά. Δεν μπήκε στον κόπο να το πετάξει. Το άφησε έξω από την γλάστρα του και μπήκε στο σπίτι.
Είχε ζέστη μέσα και όλα την καλούσαν να χαλαρώσει και να αφεθεί. Έκανε ένα ζεστό ντους κι έκατσε στάζοντας ακόμα στον καναπέ του σαλονιού. Ένιωθε άδεια και μόνη. Οι τοίχοι άρχισαν να στενεύουν κι ένιωσε τον γνωστό πόνο στο στομάχι της.
Δεν ήταν σίγουρη τι την έκανε να στραφεί προς την μπαλκονόπορτα. Ίσως ο σιγανός αλλά σταθερός θόρυβος που άκουγε χωρίς να βρίσκει την πηγή του. Ανατρίχιασε βλέποντας τα κόκκινα παπούτσια να χορεύουν μόνα τους πάνω στο τζάμι της κλειστής πόρτας.
Δεν άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Τράβηξε τις κουρτίνες και δεν ξανακοίταξε προς τα εκεί. Διάβασε μέχρι αργά, μέχρι που τα μάτια της επιτέλους άρχισαν να κλείνουν.
Ο Σταμάτης άνοιξε την πόρτα για να μπει στο σπίτι. Είδε σαν παραίσθηση δυο κόκκινα παπούτσια να περνάνε μπροστά του, αλλά το θεώρησε σημάδι της συναισθηματικής και σωματικής κούρασης των ημερών. Ακούμπησε τα ψώνια της ημέρας από το σουπερμάρκετ και κοίταξε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο μπροστά του.
Κανείς τους δεν μίλησε γι’ αυτό που συνέβη. Αλλά όλα τα Χριστούγεννα που πέρασαν χώρια η Γαβριέλα χόρευε ακατάπαυστα χωρίς να πλησιάζει ποτέ την μπαλκονόπορτα του σπιτιού της κι ο Σταμάτης άναβε το φως πριν ανοίξει την πόρτα του δικού του…


7 σχόλια:

  1. Τα παραμύθια υπάρχουν, είτε τα πιστεύει κανείς είτε όχι..
    ακόμη και κάποιοι, τα πιστεύουν μα περιστασιακά το ξεχνούν..

    ας κρατήσουμε το μεγαλύτερο παραμύθι μέσα μας..
    πως είμαστε ελεύθεροι..


    ασπασμοί και καλή χρονιά με υγεία εύχομαι :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Φωτεινούλα μου εγώ ξέρω ότι άμα εύχεσαι κάτι πολύ δεν γίνεται.
    Για να γίνει πρέπει να το εύχεται και ο άλλος :)
    Μου έλειψαν οι ιστορίες σου.

    Υ.Γ: Όσο για το κόκκινο φανάρι που δεν είδες θα τα πούμε προσωπικά!
    τρελοκόριτσο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ωραιο το blog σου!!!
    Καλως σε βρηκα..!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Καλώς ήρθες και πάλι κορίτσι με τα παραμύθια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ειλικρινά και τελείως τυχαία σκόνταψα πάνω σε έναν υπέροχο θησαυρό νοημάτων, λέξεων, εικόνων, φαντασίας, ονείρων και παραμυθιού... Σε ευχαριστώ για την ανέλπιστη αυτή χαρά και εμπειρία του ταξιδιού με τ;α υπέροχα κοκκινα παπουτσια που χορευουν

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Και το ονομα μου - Δημητρης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Στο διάστημα της bloggoσιωπής γράφονται τα καλύτερα Παραμύθια Ζωής!!

    :))

    ΑπάντησηΔιαγραφή