Η νύφη της άνοιξης



      Η Μάγδα κοίταξε τον συννεφιασμένο ουρανό κι ένα ρίγος διέσχισε το κορμί της. Άνοιξε το παράθυρο κι ο παγωμένος αέρας που μπήκε σφυρίζοντας στο δωμάτιο την έκανε το κλείσει πάλι βιαστικά. Πρώτες μέρες του Μαρτίου κι η άνοιξη πάλευε να νικήσει τον χειμώνα. Ήταν μια μέρα ήττας της άνοιξης κι όχι ο καλύτερος οιωνός για να ξεκινήσεις μια καινούρια ζωή.
Κοίταξε το ταχτοποιημένο δωμάτιο κι ένιωσε ξανά το ίδιο ρίγος να την διαπερνά όταν το βλέμμα της σκάλωσε στις δυο βαλίτσες που βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι. Θα ερχόταν σήμερα να την πάρει για να ξεκινήσουν την κοινή τους ζωή, να πραγματοποιήσουν το όνειρο, να γίνουν ένα. Είχαν αποφασίσει να παντρευτούν , να μοιραστούνε την καθημερινότητα και τις γιορτές, τις χαρές και τις λύπες, να δώσουν το φιλί που είχαν υποσχεθεί ο ένας στον άλλο, το φιλί της ζωής.
Μια ηλιαχτίδα κατόρθωσε να ξεφύγει από τον κλοιό των γκρίζων νεφών και τρύπωσε στο δωμάτιο χαϊδεύοντας τα μαλλιά της Μάγδας κι αλλάζοντας το καταθλιπτικό σκηνικό. Μόλις αυτή γύρισε ξαφνιασμένη, η ηλιαχτίδα ξέφυγε κι έκατσε πάνω στην μια από τις δυο βαλίτσες φωτίζοντάς την. Έτσι είχε έρθει κι αυτός στην ζωή της. Μια απρόσμενη ηλιαχτίδα που φώτισε όλο της το είναι. Χειμώνας ήταν όταν ξεκίνησε η σχέση τους, αλλά αυτή το θυμόταν σαν να ήταν άνοιξη, η δική της προσωπική άνοιξη.
Χαμογέλασε κι ένιωσε να ανθίζει, χυμούς να κυλούν μέσα της, τη ζωή να χτυπά στον σφυγμό της. Το χαμόγελο έγινε σκανδαλιάρικο καθώς πήγε προς την φωτισμένη από την ηλιαχτίδα βαλίτσα. Φαντάστηκε την έκπληξή του και την άνοιξε γελώντας. Έβγαλε προσεχτικά το διπλωμένο άσπρο φόρεμα και το άπλωσε στο κρεβάτι.
Κοίταξε το ρολόι. Είχε αρκετή ώρα μπροστά της για να ετοιμαστεί. Πάντα ήταν έτοιμη πολύ νωρίτερα από την προκαθορισμένη ώρα του ραντεβού τους. Αυτή την φορά θα είχε κάτι να κάνει περιμένοντας τον να φανεί. Φως γέμισε το δωμάτιο καθώς ο ήλιος ξεπρόβαλλε λαμπερός μέσα από τα σύννεφα που υποχωρούσαν γοργά.
Άνοιξε για δεύτερη φορά εκείνο το πρωινό το παράθυρο θέλοντας να ξορκίσει με την ζεστασιά και το φως του ήλιου το κακό προαίσθημα που είχε μέχρι πριν από λίγη ώρα. Έβαλε και τα δυο της χέρια στο περβάζι και ανασήκωσε το κορμί της για να δει καλύτερα έξω. Το βλέμμα της αιχμαλώτισε η ανθισμένη αμυγδαλιά έξω από την πόρτα τους σπιτιού της.
Δεν την είχε προσέξει πριν, αν και την έβλεπε κάθε μέρα. Δεν ήξερε πότε άνθισε και δεν το είχε αντιληφθεί, αλλά της φάνηκε σαν απρόσμενο δώρο, ένα δώρο που ήρθε να συμπληρώσει και να επεκτείνει την εικόνα που είχε στο μυαλό της. Κατέβηκε βιαστικά κάτω και πήγε κατευθείαν στην ανθισμένη αμυγδαλιά. Έκοψε ένα μεγάλο ανθισμένο κλαδί και γύρισε στο σπίτι τραγουδώντας.
Έβαλε το άσπρο φόρεμα στρώνοντας το με τα χέρα της πάνω σο κορμί της και στριφογύρισε μπροστά στον καθρέφτη για να δει ο είδωλό της από όλες τις πλευρές. Ικανοποιημένη από ο αποτέλεσμα πήρε το ανθισμένο κλαδί και το ακούμπησε στο έπιπλο που βρισκόταν κάτω από τον καθρέφτη.
Άρπαξε βιαστικά την βούρτσα κι άρχιζε να χτενίζει τα μακριά μαύρα μαλλιά της μέχρι που τα είδε να γυαλίζουν. Τα έπιασε πίσω δένοντας με μια άσπρη κορδέλα αφήνοντας μπροστά ελεύθερες δυο μακριές τούφες, που άρχισε να πλέκει σε κοτσίδες στερεώνοντας τες σαν στεφάνι γύρω από το κεφάλι της.
Έκοψε το πρώτο ανθάκι και το έβαλε στα πλεγμένα μαλλιά. Συνέχισε μέχρι που στα χέρια της έμεινε το κενό κλαδί. Τα μάτια της έλαμπαν και τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα. Δεν χρειαζόταν να βαφτεί. Κοίταξε το ρολόι. Σε λίγο θα ερχόταν.
Η ώρα περνούσε βασανιστικά αργά κι αυτός δεν εμφανιζόταν. Άρχισε να ανησυχεί. Δεν συνήθιζε να αργεί στα ραντεβού του κι ειδικά σήμερα κάτι σοβαρό έπρεπε να συμβαίνει για να αργήσει τόσο. Τον πήρε τηλέφωνο ξανά και ξανά, αλλά δεν απαντούσε. Η αγωνία της μεγάλωσε. Κάτι θα είχε πάθει. Πόσες φορές του είχε πει να μην τρέχει, να προσέχει.
Ένιωσε το σώμα της να παγώνει στην ιδέα ότι μπορεί να βρισκόταν κάπου πληγωμένος, μόνος, απελπισμένος. Η ανάσα της άρχισε να βγαίνει κοφτή κι η καρδιά της αποσυντονίστηκε. Τα χέρια ης άρχισαν να τρέμουν καθώς προσπάθησε να σκεφτεί που θα έπρεπε να τηλεφωνήσει πρώτα, ποιο νοσοκομείο, που μαθαίνεις τα εφημερεύοντα, ποιος θα μπορούσε να της απαντήσει.
Το τηλέφωνο χοροπήδησε στα χέρια της κι αυτή το σήκωσε μην ξέροντας αν θα πρέπει να γελάσει ή να κλάψει βλέποντας το νούμερό του. Λίγα λεπτά μετά το έκλεισε αφήνοντάς το να γλιστρήσει από τα χέρια της. Σήκωσε μηχανικά ένα ανθάκι που είχε πέσει από τα μαλλιά της και το κοίταξε σαν να το έβλεπε πρώτη φορά.
Ο πόνος βρήκε τον δρόμο στο κορμί της και την δίπλωσε στα δύο νιώθοντας την μαχαιριά στο στομάχι της. Τα δάκρυα κυλούσαν χωρίς να σκουπίζει ενώ η φωνή της έφτανε σαν να ήταν κάποιου άλλου στα αυτιά της. Ένα μονότονο μοιρολόι που την έκανε να θέλει να ουρλιάξει.
Δεν θα ερχόταν. Όχι μόνο σήμερα, όχι μόνο για σήμερα. Δεν θα ερχόταν ποτέ ξανά. Έτσι της είπε. Τα παραθυρόφυλλα που χτυπούσαν την έκαναν να τρέξει να κλείσει βιαστικά το παράθυρο. Ο συνωμότης καιρός άλλαξε πάλι. Ο ήλιος είχε χαθεί και φυσούσε πάλι αυτός ο κρύος βορινός αέρας που πάγωνε όσα άγγιζε. Ήταν τελικά ο βοριάς κι όχι η άνοιξη που μπήκε στην ζωή της σκέφτηκε και γέλασε πικρά.
Πήρε τις δυο βαλίτσες και βγήκε κλειδώνοντας την πόρτα πίσω της. Στάθηκε μπροστά στην ανθισμένη αμυγδαλιά που πάλευε να κρατήσει τα άνθη της κι αφήνοντας κάτω τις αποσκευές, αγκάλιασε σφιχτά τον κορμό της. Ένιωσε να ζαλίζεται κι έσφιξε ακόμα πιο σφιχτά τα χέρια της.
Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε. Δεν ήταν σίγουρη αν είχε λιποθυμήσει καθώς σηκώθηκε από τις ρίζες του δέντρου που βρισκόταν ξαπλωμένη. Σκεπασμένη με τα πονόψυχα άνθη που έριξε κάτω ο δυνατός βοριάς, δεν ένιωθε να κρυώνει. Έμεινε ξαπλωμένη κοιτώντας προς τον ουρανό που είχε καθαρίσει από τα σύννεφα που δεν φέρανε βροχή. Όχι εκεί .
Η αμυγδαλιά ήταν ακόμα στολισμένη κι ας είχε χάσει ένα μεγάλο μέρος από τα λουλούδια της και από την πρωινή της λάμψη. Μια περίεργη γαλήνη γέμισε την Μάγδα καθώς σηκωνόταν αργά από το έδαφος. Πήρε μια χούφτα από τα πεσμένα άσπρα ανθάκια και τα πέταξε στον ουρανό. Έψαξε να βρει την τσάντα της κι έβγαλε από μέσα ένα μικρό μπλοκ με άσπρες σελίδες κι ένα φαγωμένο στυλό.
«Θα είμαι εδώ» έγραψε. «Θα είμαι εδώ κάθε Μάρτη ντυμένη στα λευκά να ξορκίζω τον χειμώνα. Θα είμαι εδώ και θα σε περιμένω. Θα είμαι εδώ να σου θυμίζω την άνοιξη. Όσο ακόμα έχω άνθη θα είμαι εδώ για σένα». Έκοψε το μικρό χαρτάκι και τρυπώντας το, το κάρφωσε στο πιο κοντινό κλαδί.
Κανείς δεν το πρόσεξε όταν την ανακάλυψαν την άλλη μέρα το πρωί. Στις φωτογραφίες που τραβήξανε μετά, το χαρτάκι έδειχνε σαν ένα ακόμα λουλούδι. Η Μάγδα έδειχνε τόσο όμορφη, ντυμένη στα λευκά κάτω από την αμυγδαλιά, που έμοιαζε να κοιμάται. Κανείς δεν ήξερε τι είχε συμβεί. «Η νύφη της άνοιξης» την αποκάλεσαν στις ειδήσεις το ίδιο μεσημέρι. 

2 σχόλια:

  1. αφού έκλεισε το τηλέφωνο πήγε στο παράθυρο και πήρε μια ανάσα οξυγόνου...
    έπρεπε να συνεχίσει...έπρεπε να βρει την δύναμη να το κάνει...να σταθεί αξιοπρεπείς,γι αυτήν,για τους γύρω της..άνοιξε το πρώτο συρτάρι του κομοδίνου και άφησε μέσα ένα άνθος αμυγδαλιάς...
    την άλλη μέρα ξύπνησε και ένιωσε ότι όλα ήταν ένα κακό όνειρο πως θα έρθει τελικά να την πάρει...θυμήθηκε το άνθος αμυγδαλιάς που μαρτυρούσε τον χθεσινό της πόνο...άνοιξε το συρτάρι και είδε κάτι να γυαλίζει...δεν ήταν το άνθος αλλά ένα δαχτυλίδι...το πήρε στα χέρια της και διάβασε τα χαραγμένα γράμματα πάνω του...χαμογέλασε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Έλειψες ανεπανώρθωτα από την Πατρίδα των Παραμυθιων της Ζωής....................

    ΑπάντησηΔιαγραφή