Το κλειδί





Ο Νίκος κοίταξε με ικανοποίηση το αποτέλεσμα του κόπου του. Το παλιό σεκρετέρ , πάντα ξεκλείδωτο και σε κοινή θέα, δεν έδειχνε να έχει αλλάξει σε τίποτα. Χάιδεψε το μικρό χρυσό κλειδί βάζοντας το χέρι του μέσα στην τσέπη του παντελονιού του και χαμογέλασε.
Το μόνο που θα μπορούσε να προδώσει την ύπαρξη της κρυψώνας ήταν το κλειδί , που έδινε πρόσβαση σ’ αυτήν. Αλλά δεν σκόπευε να το κρατήσει επάνω του. Αν και καχύποπτος και επιφυλακτικός απέναντι στους ανθρώπους, είχε αποφασίσει να το εμπιστευτεί στα χέρια κάποιου άλλου, στα χέρια της γυναίκας που τον έκανε να σκεφτεί αυτό το τέχνασμα.
Έβγαλε το κλειδί από την τσέπη του κι άνοιξε το μικρό κρυφό συρτάρι του σεκρετέρ. Έβγαλε την χρυσή αλυσίδα με το μενταγιόν που είχε αγοράσει πριν από λίγες μέρες γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό και το ξανακλείδωσε προσεχτικά, βάζοντας στην συνέχεια μπροστά του το κανονικό συρτάρι που το έκρυβε.
Πέρασε το κλειδί στην αλυσίδα μαζί με το μενταγιόν και το έριξε μέσα στην τσέπη του ξανά. Ήταν πέρα από ένα κόσμημα κι ήξερε πως αυτή θα το καταλάβαινε. Θα της το έδινε το ίδιο κιόλας απόγευμα που θα την συναντούσε.
Ήταν ακόμα μεσημέρι και κοιτώντας το ρολόι ένιωσε την ανυπομονησία του να φουντώνει. Δεν θα την έβλεπε πριν περάσουν εφτά ώρες ακόμα , αλλά θα την συναντούσε ακόμα κι αν ερχόταν η συντέλεια του κόσμου. Το ρολόι τον κορόιδεψε κουνώντας αργά τους λεπτοδείκτες του.
Η Ζωή κοιτούσε το κινητό της κάθε δυο λεπτά ενώ η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Από το πρώτο τους ραντεβού μέχρι σήμερα δεν την εγκατέλειπε αυτή η ευδαιμονία σκεπασμένη με αυτήν την παράξενη αίσθηση , πως κάθε φορά θα ήταν η τελευταία. Δεν είχε λόγο να αμφισβητεί την αγάπη του, αλλά κάτι στον τρόπο που την κοιτούσε μερικές φορές την έκανε να φοβάται πως θα τον χάσει.
Το τηλέφωνο χτύπησε κι είδε τον αριθμό του στην οθόνη του κινητού και το όνομα που φώναζε στα όνειρά της. Φόρεσε βιαστικά το μπουφάν της, πήρε βιαστικά την τσάντα της , έβγαλε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και σήκωσε το τηλέφωνο. «Σε δυο λεπτά θα είμαι στο γνωστό σημείο» του είπε πριν ακούσει την φωνή του. Τον άκουσε να γελάει και γέλασε χαρούμενη κι αυτή με μια ανακούφιση που δεν μπόρεσε να κρύψει.
Είδε τα φώτα του αυτοκινήτου να λάμπουν σαν πυγολαμπίδες στο σκοτάδι καθώς πλησίαζε προς το συμφωνημένο μέρος. Σταμάτησε δίπλα του και άνοιξε το παράθυρο. Χαμογέλασαν ζεσταίνοντας με τις ανάσες τους την απόσταση. Ξεκίνησε αυτός κι αυτήν τον ακολούθησε, όπως κάθε φορά. Σταμάτησαν λίγα μέτρα μετά. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και μπήκε στο δικό του αστράφτοντας από έρωτα και χαρά.
Ο Νίκος οδήγησε το αυτοκίνητο λίγα μέτρα πιο πέρα, χωρίς να αφήνει το χέρι της Ζωής όσο άλλαζε ταχύτητες και χωρίς να σταματά να την κοιτά κλεφτά και φανερά μέχρι που σταματήσανε στο γειτονικό δασάκι, το αγαπημένο τους μέρος. Πριν σβήσει καλά καλά η μηχανή, την είχε στην αγκαλιά του και βυθιζόταν στο φιλί που ζητούσε να σβήσει την μοναξιά τους.
Καθόταν αγκαλιά στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου όταν ο Νίκος έβγαλε αιφνιδιαστικά την αλυσίδα με το μικρό κλειδί από την τσέπη του και χωρίς να πει τίποτα της την κρέμασε στο λαιμό. Είδε το κλειδί να αστράφτει ανάμεσα στα στήθη της και βεβαιώθηκε ακόμα μια φορά για την επιλογή του πριν αρχίσει να της μιλάει.
«Αυτό το κλειδί ανοίγει το συρτάρι που έχω κρύψει ό,τι πιο πολύτιμο έχω στον κόσμο. Δεν είναι πολλά, αλλά όσα έχω είναι δικά σου» της είπε. «Σου εμπιστεύομαι το κλειδί και την καρδιά μου γιατί ξέρω πως θα τα κρατήσεις το ίδιο σφιχτά πάνω σου ό,τι κι αν συμβεί» συνέχισε χαιδεύοντας με τα ακροδάχτυλά του την απαλή επιδερμίδα που πάνω της αναπαυόταν το πολύτιμο κλειδί του.
Η Ζωή ένιωσε το χρυσό κλειδάκι να καίει την επιδερμίδα της, όπως και το χάδι του. Άπλωσε τα τρεμάμενα από την συγκίνηση χέρια της κι έπιασε το μικρό κλειδί με το ένα ενώ με το άλλο έφερε το χέρι του σταθερά πάνω στο μέρος της καρδιάς της. «Όσο χτυπάει αυτή η καρδιά που νιώθεις κάτω από την παλάμη σου, θα προστατεύω το κλειδί και την δική σου καρδιά. Θα περιμένω να μου ζητήσεις να ανοίξω το συρτάρι ή να στο επιστρέψω».
Λίγες μέρες μετά οδηγώντας βιαστικά για να τον συναντήσει ξανά, έγινε το μοιραίο. Έχασε, άγνωστο πως, τον έλεγχο του αυτοκινήτου κι έπεσε σ’ ένα χαντάκι. Τον πήρε τηλέφωνο μόλις κατόρθωσε να βγει. Πήγε στο νοσοκομείο για να ανακαλύψουν πως είχε πάθει μια ζημιά στον αυχένα που θα την ακολουθούσε για καιρό. Γυρίζοντας στο σπίτι της το ίδιο βράδυ, την ώρα που προσπαθούσε να βάλει το κολάρο που της σύστησαν οι γιατροί, ανακάλυψε έντρομη πως είχε χάσει το κλειδί.
Είχε προλάβει στο μεσοδιάστημα να εξερευνήσει το μυστικό συρτάρι και τους θησαυρούς που έκρυβε. Ήξερε, χωρίς να της το έχει πει, πως δεν είχε άλλο κλειδί. Η καρδιά της πόνεσε περισσότερο από τον αυχένα και το χτύπημα ήταν μεγαλύτερο από αυτό του ατυχήματος. Το είχε χάσει. Της το εμπιστεύτηκε κι αυτή το έχασε. Δεν ήξερε πώς να του το πει.
Μάζεψε όλο της το θάρρος και του τηλεφώνησε. «Το έχασα» το είπε «έχασα το κλειδί σου». Για αρκετή ώρα αυτός δεν μίλησε. Τελικά της αποκρίθηκε «δεν πειράζει, δεν φταις εσύ. Εγώ φταίω που σου το εμπιστεύτηκα». Το τηλέφωνο σίγησε κι η καρδιά της σταμάτησε.
Την επόμενη μέρα βρήκε μπροστά στο σπίτι της το παλιό σεκρετέρ. Το έβαλε μέσα βρίζοντας ενώ καταριόταν την αδυναμία που της έφερε το ατύχημα. Το έβαλε στο σαλόνι και τράβηξε προσεκτικά το συρτάρι που ήταν μπροστά από την κρυψώνα. Η μικρή κλειδαριά την έκανε να πονέσει αναπάντεχα. Έπρεπε να το βρει. Όσο καιρό κι αν έπαιρνε, όσο κι αν κόστιζε. Έπρεπε να το βρει.
Πέρασε ένας χρόνος. Η Ζωή κάθε μέρα σηκωνόταν κι κατέστρωνε ένα καινούριο σχέδιο δράσης. Κάθε μέρα έψαχνε σε όλο τον κόσμο, ρωτούσε, σύγκρινε, προσπαθούσε ασταμάτητα, αλλά κανένα κλειδί δεν ταίριαζε, κανένα κλειδί δεν μπορούσε να ανοίξει την κλειδαριά που της έδειχνε τι είχε χάσει.
Γυρίζοντας ένα βράδυ από τις άσκοπες περιπλανήσεις της, σκόνταψε λίγο πριν την είσοδο του σπιτιού της σ’ ένα μικρό αντικείμενο. Έσκυψε να το μαζέψει κι έμεινε να το κοιτάει χωρίς να πιστεύει στα μάτια της. Το περιβόητο κλειδί ήταν εκεί. Ήταν εκεί μπροστά στα μάτια της τόσο καιρό κι αυτή δεν το έβλεπε.
Το πήρε σπίτι , το καθάρισε, το γυάλισε και με τα χέρια της να τρέμουν το έβαλε στην κλειδαριά. Ταίριαζε τέλεια. Χωρίς να ανοίξει το συρτάρι , έψαξε ανυπόμονα στα παλιά της κοσμήματα να βρει μία αλυσίδα. Δεν του τηλεφώνησε. Θα πήγαινε την άλλη μέρα από το σπίτι του φορώντας το.
Δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ κι οι ώρες κυλούσαν αργά. Μόλις ξημέρωσε πήγε να τον βρει. Είχε σχεδόν συνηθίσει στα αδιάφορα βλέμματα και στην απαξιωτική συμπεριφορά του, αλλά ήταν σίγουρη πως όλα θα άλλαζαν όταν θα την έβλεπε σήμερα. Χτύπησε ανυπόμονα την πόρτα για άλλη μια φορά και βρέθηκε μπροστά του χαμογελώντας όταν αυτός την άνοιξε.
Την κοίταξε για αρκετή ώρα χωρίς να ξεκολλάει το βλέμμα του από το κλειδί. Κάθισε μπροστά στο καινούριο του γραφείο και χωρίς να μιλήσει έβγαλε από το συρτάρι ένα μικρό κλειδί, ίδιο μ’ αυτό που είχε περασμένο στην αλυσίδα στον λαιμό της. Το ακούμπησε πάνω στο γραφείο και την κοίταξε περιπαικτικά.
Η Ζωή ένιωσε να ζαρώνει και να μικραίνει. Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη της κι έμεινε να κοιτάει το μικρό χρυσό κλειδί χωρίς να καταλαβαίνει τι γίνεται. Ο σφυγμός της ανέβηκε όταν σκέφτηκε όλο αυτόν τον χρόνο που έψαχνε να βρει το κλειδί και πόσο της στοίχισε η απώλειά του. Λίγα λεπτά μετά είχε εξαφανιστεί αφήνοντας το κλειδί ακριβώς δίπλα στο κρυφό δίδυμό του.
Ο Νίκος γέλασε πικρά κοιτάζοντας τα δίδυμα κλειδιά. Είχε και τα δύο κλειδιά τελικά. Αλλά δεν είχε τι να ανοίξει. Έβαλε τα κλειδιά στην τσέπη του παντελονιού του και συνέχισε την δουλειά που έκανε πριν να εμφανιστεί η Ζωή.

10 σχόλια:

  1. τώρα εγώ να χαρώ??
    έλεος ρε Φωτεινουλα μου κορυφώνεις την αγωνία και μετά κάνω κρύο ντουζ!

    άντε καλημέρα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τα κλειδιά τουΠαραδείσου θέλουν ιδιαίτερο άγγιγμα, να σμιλευτούν στη γωνιά του συναισθηματος και να παραδοθούν στους Αγγέλους, δίχως να τους αναφέρουν τίποτε....

    Οι άγγελοι είναι πλασμένοι να απαντούν στα μυστηριώδη ερωτήματα...

    να βρίσκουν μυστηριώδεις κρυψώνες..
    να μη χάνουν τα πολύτιμα κλειδιά, κι αν κάποια φορα αυτα χαθούν με θεϊκή παρέμβαση, πάλι να τα βρίσκουν με επιμονή ανιχνευτικής Ευχής που ζεσταίνει την σφιγμένη παλαμη καθως πλησιάζεις στο σημείο που βρίσκεται το χαμένο κλειδί..

    μα.... το πιο πολύτιμο απ' όλα είναι το Αόρατο Κλειδί που ξε-Κλειδώνει την Καρδιά..

    εκείνο σμιλεύεται με λέξεις που συλλαβίζονται αργα τις νύχτες....
    και δε χανεται ποτέ γιατί παίρνει τη μορφή της κάθε Σκέψης του ενος που θελει να ξε-Κλειδωσει και του άλλου που θελει να ξε-Κλειδωθει..

    γιατί, μάτια μου, δεν μπορεις να ξεκλειδωσεις - κι ας κατεχεις το σωστο κλειδι - κάτι που Δε θελει να ξε-Κλειδωθει!..

    σ'αγαπαω...στο είπα?...


    Φιλάκι ...πρωινό κλειδάκι του κήπου με τις κερασιές.....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Κάποιες καρδιές ανοιγουν με ένα και μονο κλειδί..κι ο δρόμος είναι πάντα δύσβατος σε όσους δεν της χαρίζουν αντικλείδια.

    Κρατώ το πικρό γέλιο του Νίκου γιατί η αλήθεια δεν είναι παραμύθιασμα και η λεπτομέρεια κάνει τη διαφορά. Ξυπόλητα τα όνειρα Φωτεινή μου και ο δρόμος ας μακραίνει.!! Καλημέρα Χαμόγελο και Φιλί.:)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Καλημέρα ΜαυροΉλιε μου!
    Να χαρείς φυσικά! :)
    Για όλα τα κλειδιά που δεν έχουμε χάσει...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Σταγόνα μου,
    Μερικές φορές όσο κι αν προσέχουμε, όσο κι αν επιμένουμε, χάνουμε το κλειδί κι ίσως μαζί του και την δύναμη να ξεκλειδώνουμε την δική μας καρδιά, ακόμα κι απέναντι σ' αυτούς που τόσο αγαπήσαμε.
    Ο χαμένος Παράδεισος έχει στην είσοδό του μια αρμαθιά κλειδιά και πολλούς έκπτωτους αγγέλους να ψάχνουν το σωστό...

    Κρατώ το κλειδάκι του κήπου με τις κερασιές και σου δίνω ένα κοχύλι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Αγαπημένο μου Αερικό,
    Ξυπόλυτα περπατάνε τα όνειρα κι ας πατάνε άλλοτε σε ροδοπέταλα κι άλλοτε σ' αγκάθια...

    Καλησπέρα μ' ένα χαμόγελο και το φιλί

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ξεπερνάμε το γεγονός ότι ισοπεδώθηκα...:) Οι μεγάλες καρδιές κι οι μεγάλες αγάπες φαίνονται στα δύσκολα, όχι στις πρώτες γλύκες... Εύχομαι καρδιές μεγάλες σαν της Ζωής να είναι ο κανόνας, και καρδιές μικρές σαν του Νίκου να είναι η εξαίρεση. Καλησπέρα Φωτεινή!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Όλα τα κλειδιά μου χαμένα. Και οι πόρτες ανοιχτές γιατί ξέρω μόνο όσοι αγαπούν τολμούν να περάσουν τις πιο σκοτεινές πόρτες. Εκείνες που κάποτε είχα κλειδωμένες!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Καλέ μου Δέλτα,
    Οι μεγάλες καρδιές και οι μεγάλες αγάπες δεν χρειάζεται να φανούν..είναι..
    Οι πράξεις δεν κρίνουν, αλλά κρίνονται, αλλά οι καρδιές δεν έχουν κανένα άλλο μέτρο σύγκρισης εκτός από το αίμα που χτυπάει στον παλμό τους...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Γουίκα,
    Πάντα οι πιο δύσκολες πόρτες για να διαρρήξεις είναι αυτές που είναι διάπλατα ανοιχτές...

    ΑπάντησηΔιαγραφή