Η γυάλινη σφαίρα



Ένα απόγευμα, μετά που είχανε κάνει έρωτα , έτσι όπως μάθαιναν ο ένας μέσα από τον άλλο να κάνουν, έτσι όπως κι οι δυο σαν παρθένοι ανακάλυπταν για πρώτη φορά παρά τα χρόνια και τις εμπειρίες που τους βάραιναν , η Φαίη του είχε πει πως ο κόσμος της όλος συρρικνώθηκε κι έγινε μια μικρή γυάλινη σφαίρα που χωρούσε μόνο αυτούς τους δύο.
Εννέα μήνες μετά , παρά τα όσο είχαν μεσολαβήσει ο γυάλινη σφαίρα παρέμενε άθικτη, όχι όμως και οι ίδιοι ή για να είμαι ακριβής είχαν μείνει οι ίδιοι αλλά με τόσες πληγές ανοιχτές που η αγάπη, ο έρωτας και η φιλία τους έμοιαζε να μην αρκεί πια. Έτσι της είχε πει. Πως η γυάλινη σφαίρα δεν αρκεί για να χωρέσει αυτούς τους δύο.
Μέχρι που της ζήτησε να χωρίσουν, η Φαίη θεωρούσε τις διαφωνίες και τις διαμάχες, τις κόντρες και τις μικρές αψιμαχίες τους, σημάδι πως η σχέση τους ήταν υγιής. Πίστευε πως κάτω από την επιφάνεια ήταν οι ίδιοι, πως οι διαφορές τους ήταν το σημείο που ένωναν τις συμφωνίες τους, που κάλυπταν ο ένας τον άλλο, σεβόμενοι την ιδιαιτερότητα ο ένας του άλλου. Όπως είχαν υποσχεθεί και δεσμευτεί να κάνουν.
Ο Πάρις, ο σκοτεινός της ιππότης, δεν είχε την ίδια άποψη. Οι διαφωνίες τους τον κούραζαν, οι αψιμαχίες τους τον εκνεύριζαν, οι κόντρες τους επιβεβαίωναν πως δεν ταίριαζαν τελικά μαζί, απογοητευόταν. Έδινε μόνος του τις μάχες για να κερδίσουν την Εδέμ που είχαν κι οι δυο ονειρευτεί, πάλευε με ανεμόμυλους έξω από την σφαίρα, έξω από αυτούς, ξεχνώντας να κοιτάξει πίσω και μέσα σ’ αυτήν, ξεχνώντας την Θάλεια και τον έρωτά τους, ξεχνώντας γιατί άρχισε να παλεύει.
Όταν κάποια στιγμή κάθισε ξέπνοος να ξεκουραστεί, είδε πως ο ίδιος ήταν σκονισμένος, γεμάτος ξεραμένα αίματα, πληγωμένος και τελικά μόνος. Γύρω του ήταν ερημιά, έβλεπε μόνο ένα μαραμένο δέντρο, ο ουρανός ήταν μαύρος κι η γεύση στο στόμα του πικρή. Έψαξε τότε να βρει που ήταν η γυναίκα που τόσο είχε αγαπήσει, που ήθελε να της δωρίσει τον κόσμο, που ήθελε να πετάξει μαζί της στα αστέρια. Είδε την γυάλινη σφαίρα και θυμήθηκε τι είχε συμβεί. Πλησίασε κουτσαίνοντας κοντά της και φώναξε την Φαίη.
Η Φαίη δεν τον άκουσε. Ούτε τον είδε. Ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε στην αρχή. Ο Πάρις καθάρισε με την άκρη από το μανίκι του ένα κομμάτι από την γυάλινη σφαίρα, παρατηρώντας πως ήταν σκεπασμένη με ξεραμένο αίμα, σκόνη και μικρές διάφανες πετρούλες σαν κρυστάλλινα δάκρυα. Είδε το πράσινο λιβάδι, το ανθισμένο δέντρο, τον καταγάλανο ουρανό κι ένιωσε σαν εξόριστος. Το κόκκινο φόρεμα της Φαίης ανέμιζε ενώ εκείνη προχωρούσε σιγά προς το μέρος του φωνάζοντας κάτι , που δεν μπορούσε να ακούσει.
Προσπάθησε να θυμηθεί που ήταν η είσοδος, αλλά δεν τα κατάφερε. Πήρε μια βαριά πέτρα κι άρχισε να χτυπάει με μανία την σφαίρα. Μετά από ώρα είδε πως δεν είχε καν ραγίσει και πως η Φαίη τον κοιτούσε έκπληκτη, καθώς μικρές νιφάδες χιονιού άρχισαν να πέφτουν χορεύοντας γύρω της σκεπάζοντας τα πάντα. Αυτή έμεινε ακίνητη να τον κοιτά σηκώνοντας τα χέρια σαν παιδί που ζητούσε αγκαλιά, ενώ το χιόνι την τύλιγε.
Ένιωσε κάτω από τα χέρια του την σφαίρα να παγώνει. Άκουσε το θόρυβο που έκανε το γυαλί στην πρώτη χαραγματιά. Είδε τον τρόμο στα μάτια της, όταν κόλλησε τα χέρια της με απόγνωση στο ραγισμένο γυαλί. Το κρύο έμπαινε τώρα και μέσα του καθιστώντας τον ανήμπορο να αντιδράσει, κάνοντάς τον έναν απλό θεατή της καταστροφής. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα η γυάλινη σφαίρα είχε εξαφανιστεί.
Η Φαίη στεκόταν μπροστά του γεμάτη από τα θραύσματα, κόκκινη από το αίμα όπως το φόρεμά της, παράξενα ανέκφραστη, παράξενα σιωπηλή, παράξενα ακίνητη. Δεν ήξερε αν ήθελε να πλησιάσει αυτήν την γυναίκα που φαινόταν τόσο ξένη και τόσο οικεία ταυτόχρονα, αυτήν την γυναίκα που ακόμα άπλωνε τα χέρια της προς το μέρος του σαν άγαλμα ξεχασμένο από τον χρόνο.
«Γιατί δεν με ακολούθησες» της φώναξε γεμάτος θυμό και πόνο. «Γιατί δεν ήρθες μαζί μου; Γιατί δεν εγκατέλειψες αυτήν την ηλίθια γυάλινη σφαίρα πριν καταστρέψει κι εσένα κι εμένα; Δες πόσο εύκολα έσπασε, δες που καταντήσαμε!».Άπλωσε το χέρι του κι έβγαλε ένα γυαλί προσεκτικά χωρίς να την κοιτάξει.
Η Φαίη άρχισε να τρέμει. Άπλωσε το χέρι της και του χάιδεψε τα άσπρα μαλλιά, γεμάτα από το χιόνι της καρδιάς του. Όπου ακουμπούσε το χέρι της , το χιόνι έλιωνε για να εμφανιστεί μετά από λίγο ξανά. Αναστέναξε κι έκατσε δίπλα του κοιτώντας τα υπολείμματα της γυάλινης σφαίρας.
«Σε περίμενα. Προσπάθησα να κρατήσω τον κόσμο μας άθικτο, την αγάπη ανέπαφη, τον έρωτα ζωντανό, την φιλία ανθισμένη. Όμως, έχεις δίκιο. Έπρεπε ή να έρθω εγώ μαζί σου ή να μείνεις εσύ μαζί μου στην γυάλινη σφαίρα. Εσύ δεν μπόρεσες να συνεχίσεις να πολεμάς μόνος, γιατί η νίκη χάνει το νόημά της όταν δεν έχεις με ποιον να την μοιραστείς κι η ήττα είναι αβάσταχτη.
Εγώ από την άλλη προσπαθούσα να σώσω τον μικρόκοσμό μας μένοντας εδώ και παλεύοντας να τον κρατήσω μέσα στην γυάλινη σφαίρα. Η αγάπη όμως δεν χρειάζεται θερμοκήπιο, αλλά καθαρό αέρα για να επιζήσει και πρέπει να είναι ικανή να αντέξει σε όλες τις συνθήκες και να δυναμώσει απ’ αυτές.»
Αγκαλιάστηκαν με πάθος γλύφοντας ο ένας τις πληγές του άλλου, νιώθοντας την γεύση του πόνου που πέρασε ο καθένας του σαν δική τους, σαν πικρή ανταμοιβή για τον χαμένο χρόνο. Κάνανε έρωτα σαν να ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά νιώθοντας πως τίποτα δεν είχε αλλάξει και πως ταυτόχρονα όλα ήταν διαφορετικά. Δεν ξέρανε ακόμα πιο δρόμο θα ακολουθούσαν. Δεν ξέρανε ακόμα πως θα γιατρεύανε τις ανοιχτές πληγές. Μιλούσαν όμως πάλι στον πληθυντικό κι αυτό τα έλεγε όλα.
Σηκώθηκαν από το μουσκεμένο από τα υγρά του έρωτά τους έδαφος και χαμογέλασαν. «Που πάμε;» ρώτησε ο Πάρις σφίγγοντας το χέρι της Φαίης. «Σε μας» απάντησε αυτή κι έσκυψε παίρνοντας κάτι από το έδαφος με το ελεύθερο χέρι της. Το σήκωσε ψηλά για να το δει. Ήταν μια μικρή γυάλινη σφαίρα. Κι όπως έπεσαν οι ακτίνες του ήλιου πάνω της είδαν καθαρά την αντανάκλαση από το χαμόγελό τους. Την πέταξε ψηλά γελώντας και έφυγαν με τα χέρια τους δεμένα σφιχτά χωρίς να κοιτάξουν πίσω τους.

11 σχόλια:

  1. Συγκινηθηκα τοοοοοσο,ειναι υπεροχο :')

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κράτησέ μου μία θέση με θεα το Υπεροχο αποψινο Φεγγαρι...
    θα επιστρεψω.....

    φιλια... νυχτερινης μελαγχολίας..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Τα χέρια σφιχτοδεμένα..μέχρι να ιδρώσουν ..να μη γλιστρήσουν ποτέ..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Υπέροχο. Τι να πω; Η τέχνη δεν παίρνει κριτική.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Πανέμορφο... μακάρι να περάσουν όλες τις δυσκολίες μαζί πλέον!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. -Πού παμε?....
    -Σε μας!...


    Σαν σε όνειρο...
    ξυπνησα μωρό μου...
    ειδα τις αποστάσεις να μας απομονώνουν, εκει που είχαμε βρει το κλειδί της επαφής..

    Είδα το χειμωνα ν'απλωνει τόνους χιονι και να παγωνει η Ζέστη μας..

    Είδα τη Γη να μοιραζεται σε δύο ημισφαίρια...το Εγω και το Εσυ...

    Είδα το φως και το Σκοτάδι να μας χωρίζουν και το Όνειρό μας έμεινε μόνο του στο ημίφως....

    Μωρό μου..... τελείωσε η Νύχτα...
    Ξύπνησα από τον Εφιάλτη...

    Πιάσε το χερι μου και παμε...

    -Πού παμε?....
    -Σε μας!...



    Παρμι.... σ'αγαπαω....... να το ξερεις....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Αμάρανθη,
    Είναι εξίσου υπέροχο για μένα που σε άγγιξε..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Γιαγιά Αντιγόνη,
    Θα μεταφέρω την συμβουλή και την παρότρυνση..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Μαύρη Ντάλια,
    Η κριτική είναι μια άλλη ματιά στο ίδιο όνειρο, ένας τρόπος να επεκτείνεις και να οικειοποιηθείς το παραμύθι βάζοντας την δική σου πινελιά στο ουράνιο τόξο..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Λίγο χρόνο παραπάνω για την απόλαυση, λίγο λιγότερο για την πρόληψη...

    Καλημέρα Πάρμι, εξαιρετικό κείμενο.
    :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. ποσο ειρωνεικο ακουγεται στ αυτια μου....πανεμορφο συγχαρητηρια!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή