Το άρωμα της πασχαλιάς


      Η Αναστασία περπατούσε στον δρόμο βιαστική χωρίς να κοιτάει γύρω της. Η κίνησή της ήταν μηχανική και κρατούσε το ρυθμό με παιδικά τραγούδια  που έπαιζε στο μυαλό της χωρίς διακοπή σαν δίσκος που κόλλησε στο πικάπ μιας άλλης εποχής. Αυτό της επέτρεπε να αδειάζει το μυαλό της από ενοχλητικές σκέψεις κι ήταν η συνήθης θεραπεία της στις έμμονες σκέψεις που την τυραννούσαν.


Μεγαλοβδομάδα και η βελόνα είχε κολλήσει στο «Μεγάλη Δευτέρα ο Χριστός στην μαχαίρα, Μεγάλη Τρίτη ο Χριστός εκρίθη..» όταν ξαφνικά σκόνταψε και αφηρημένη όπως ήταν, μόλις που πρόλαβε να βάλει τα χέρια της να προστατευτεί, προτού βρεθεί φαρδιά πλατιά κάτω. Το άγαρμπο πέσιμό της την επανέφερε στην πραγματικότητα και κοίταξε γύρω της με έκπληξη μουρμουρίζοντας ένα βιαστικό ευχαριστώ στους ανθρώπους που έσπευσαν να την βοηθήσουν να σηκωθεί και την ρωτούσαν αν είναι καλά.
Τίναξε με τρεμάμενα χέρια τις σκόνες από τα μαύρα της ρούχα που τόσο ταίριαζαν στην διάθεσή της και παρατήρησε παραξενεμένη πως ένας λαμπερός ήλιος έλαμπε στον ουρανό. Ήταν σίγουρη πως, όταν είχε ξεκινήσει την τρελή της κούρσα με τον εαυτό της, ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος. Έστριψε στο πρώτο στενό που βρήκε προσπαθώντας να αποφύγει τα περίεργα βλέμματα των περαστικών και ακούμπησε με την πλάτη στον τοίχο μιας παλιάς μονοκατοικίας.
Η μυρωδιά της ανθισμένης πασχαλιάς την βρήκε απροετοίμαστη. Άνοιξε τα ρουθούνια της, πήρε μια βαθιά ανάσα  προσπαθώντας να βάλει όλο το άρωμα μέσα της και κοίταξε γύρω της ψάχνοντας την πηγή. Τα χαρακτηριστικά μωβ λουλούδια ξεπρόβαλλαν από την σιδερένια πόρτα της αυλής και χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, άπλωσε τα χέρια της κι έκοψε μερικά κλαδιά.
Έχωσε το πρόσωπό της μέσα στα λουλούδια και χαμογέλασε. Η ευωδία των λουλουδιών την γέμισε με εικόνες και συναισθήματα ξεχασμένα. Χάιδεψε τρυφερά τα μωβ λουλούδια με τα ακροδάχτυλά της και βγήκε από το ανήλιαγο στενό μ’ ένα καινούριο βήμα. Τα μάτια της σπινθηροβόλησαν κι ένα σκανδαλιάρικο χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της καθώς προχωρούσε προς το σπίτι της κρατώντας σφιχτά τα κλωνάρια.
Γέμισε με νερό ένα διάφανο βάζο, έβαλε μέσα τα ευωδιαστά κλωνάρια και το έβαλε μπροστά στο παράθυρο. Κάθισε οκλαδόν στο κρεβάτι κι έμεινε να κοιτάζει για ώρα τα λουλούδια . Ήταν μαθήτρια γυμνασίου εκείνο το Πάσχα που η γιαγιά της, μόνιμη κάτοικος Καναδά, ερχόμενη στο σπίτι, έφερε μαζί με το καθιερωμένο σοκολατένιο λαγό, δυο κλαδιά πασχαλιάς.
Τα έδωσε στην Αναστασία και της ζήτησε να τα βάλει σ’ ένα βάζο . Της είπε συνωμοτικά πως το άρωμα των ανθισμένων πασχαλιών έλκει τις νεράιδες της Ανάστασης και πως όποιος μπορέσει και τις δει μέχρι τα μεσάνυχτα της Κυριακής του Πάσχα, θα έπαιρνε το δώρο της άνοιξης, λίγο πριν χαθεί το άρωμα των λουλουδιών. Της είχε φανεί διασκεδαστικό να καιροφυλακτεί πότε θα εμφανιστούν οι νεράιδες, αλλά το άρωμά τους χάθηκε χωρίς να προλάβει να δει καμία.
Φέτος δεν θα της την γλύτωναν. Ήταν η τρίτη εβδομάδα που δεν πήγαινε στην δουλειά λόγω μιας παρατεταμένης αναρρωτικής άδειας, απόρροια των προβλημάτων ενός τροχαίου. Είχε την άνεση να στήσει καρτέρι, για να τσακώσει τις μικροσκοπικές μωβ νεράιδες και να πάρει το δώρο της. Μισάνοιξε το παράθυρο και ξάπλωσε χωρίς να πάρει το βλέμμα της από το βάζο.
Ξύπνησε παγωμένη καθώς είχε αποκοιμηθεί κουλουριασμένη σαν έμβρυο χωρίς να σκεπαστεί. Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει , αλλά το δωμάτιο ήταν πλέον σκοτεινό. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή και πιότερο ένιωσε, παρά άκουσε, το φτερούγισμα δίπλα της. Με ασταθή βήματα σαν μεθυσμένου έφτασε μέχρι τον διακόπτη του ρεύματος και τον άνοιξε.
Το απότομο φως την έκανε να ανοιγοκλείσει τα μάτια, αρκετά γρήγορα όμως, ώστε να προλάβει να δει την μικροσκοπική μωβ φιγούρα, που εξαφανίστηκε βιαστικά πετώντας από το ανοιχτό παράθυρο. Ενώ ο σφυγμός της επανερχόταν στα φυσιολογική επίπεδα, έκλεισε τον διακόπτη και ξάπλωσε τραβώντας τα σκεπάσματα πάνω από το κεφάλι της.
Το πρωινό κρύο την ξύπνησε χαράματα. Σηκώθηκε ξυπόλυτη και έσκυψε πάνω το βάζο. Το άρωμα των λουλουδιών είχε χαθεί. Πήρε το μικρό κουτί από το κομοδίνο και πήγε στο μπάνιο. Λίγα λεπτά αργότερα γύρισε σιγοτραγουδώντας στο δωμάτιο. Μάδησε τα μωβ ανθάκια και τα έριξε σ’ έναν φάκελο μαζί με το αποτέλεσμα του τεστ.  Έκλεισε προσεχτικά τον φάκελο και χάιδεψε προστατευτικά την κοιλιά της.
Ο Πασχάλης κοίταξε τον περίεργα φουσκωμένο φάκελο. Τον άνοιξε και τον αναποδογύρισε πάνω στο τραπέζι. Μέσα στον σωρό των μωβ λουλουδιών το άσπρο μακρόστενο αντικείμενο ξεχώριζε σαν φωτεινός σηματοδότης. Το κράτησε για μια στιγμή στα χέρια του παρατηρώντας τις μπλε γραμμούλες. Έμεινε για στιγμή σκεφτικός και στην συνέχεια φόρεσε γρήγορα το μπουφάν του και βγήκε από το σπίτι. 
Δέκα λεπτά αργότερα βρισκόταν έξω από το σπίτι της Αναστασίας. Κράτησε πατημένο το κουδούνι μέχρι που η πόρτα άνοιξε και η γυναίκα βρέθηκε απέναντι του. Άπλωσε το χέρι του και της πρόσφερε το κόκκινο τριαντάφυλλο που κρατούσε στο χέρι του. Κοιτάχτηκαν για μια ατέλειωτη στιγμή στα μάτια χωρίς να κουνηθούν, χωρίς να αναπνεύσουν κι αγκαλιάστηκαν σφιχτά χωρίς να μιλάνε. Της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά καθώς ένιωσε τα δάκρυα της να μουσκεύουν τον λαιμό του. Πήρε το πρόσωπό της στα  χέρια του και σκούπισε τα δάκρυα της με τα χείλη του. 
Η Αναστασία άνοιξε τα μάτια της και του χαμογέλασε ζεστά καθώς ο Πασχάλης της είπε "καλημέρα αγάπες μου"...  

1 σχόλιο:

  1. Εχω συνωμοτήσει τόσες φορες...
    με τα λουλουδια..
    με τους στιχους των τραγουδιων..
    με το φεγγαρι...
    με το μαυρο της νυχτας....

    κι όλο ένας εσπαγε τη συνωμοσία
    και έπαιρνε δικά του τα ανθη.... το στίχο...το φεγγαρι...τη νυχτα που προοριζόταν γι'αλλου...

    μου θυμισες αυτο....

    http://www.youtube.com/watch?v=uiNQehY2VZk

    καληνυχτα παραμυθακι μου......

    ΑπάντησηΔιαγραφή