Το κορίτσι και το δελφίνι



Η Μαρία ζούσε σ’ ένα νησί του Αιγαίου. Το νησί ήταν μικρό και δεν είχε τουρισμό. Οι λίγοι κάτοικοι που είχαν απομείνει, ήταν ψαράδες, όπως και ο πατέρας της.
Δεν υπήρχαν άλλα παιδιά στην ηλικία της για να παίξει. Είτε ήταν πολύ μικρά κι έπρεπε να τα νταντεύει , είτε ήταν αρκετά χρόνια μεγαλύτερα και δεν την καταδεχόταν. Αυτό ήταν και το μόνο παράπονό της.
Γιατί η Μαρία το αγαπούσε το νησί. Στα δεκατρία της δεν υπήρχε γωνιά που να είχε αφήσει ανεξερεύνητη, λιμάνι ή σπηλιά, δέντρο ή βράχος, μονοπάτι ή λαγούμι , που να είχε ξεφύγει της προσοχής της.
Ολημερίς έψαχνε ευκαιρία να το σκάσει από την προσοχή της μάνας της και να τρέξει να επισκεφτεί τις αγαπημένες της γωνιές, όπου κούρνιαζε κι έκλεινε τα μάτια της για να ονειρευτεί.
Μα πιο πολύ από όλα αγαπούσε την θάλασσα, που την συναντούσε όπου κι αν γυρνούσε το βλέμμα της. Ήταν η αγαπημένη της φίλη, που μοιραζόταν τα μυστικά της και έλεγε το παράπονό της. Ήταν ο κόρφος της θάλασσας, που την παρηγορούσε για αυτήν την μοναξιά κι έκανε το νησί να φαντάζει παράδεισος στα μάτια της. Την αγαπούσε την θάλασσα όλες τις εποχές.
Της άρεσε τον χειμώνα να κάθεται στην παραλία , με τα μαλλιά να ανεμίζουν και τα χείλη να ξεραίνονται, καθώς ο αέρας λυσσομανούσε και τα κύματα ορμητικά φιλούσαν τα πόδια της. Φώναζε τότε κατάρες και βρισιές απίστευτης ωμότητας για ένα παιδί στην ηλικία της και γελούσε χαρούμενα, καθώς η φωνή της χανόταν στην βουή της θάλασσας.
Της άρεσε την άνοιξη με την μυρωδιά από τις μπουκαμβίλιες να την ακολουθεί , να κατηφορίζει τα λιθόστρωτα σοκάκια του νησιού για να συναντήσει τον πρώτο όρμο του νησιού.
Της άρεσε το καλοκαίρι με τον ήλιο να της καίει τα ήδη μαυρισμένα της μέλη, να βουτάει στα κρυσταλλένια νερά και να παίζει στα ρηχά με τα κύματα, που φέρνανε τα μαϊστράλια.
Αλλά πάνω από όλα της άρεσε το φθινόπωρο , με τα πρωτοβρόχια, την ώρα που η βροχή χτυπούσε στην θάλασσα, να χορεύει τσαλαβουτώντας στο απάνεμο λιμανάκι, στην πίσω πλευρά το νησιού, που ήταν ακατοίκητο και μόνο οι ψαράδες πήγαιναν τις βάρκες τους για να τις δέσουν στην μικρή προβλήτα Με τα πόδια στην θάλασσα και το κεφάλι στραμμένο στον ουρανό, τα χέρια διάπλατα ανοιχτά, στροβιλιζόταν ασταμάτητα μέχρι να σταματήσει η βροχή ή να κοπεί η αναπνοή της.
Εκείνο το απόγευμα του Μάη, έφυγε τρέχοντας μόλις τελείωσε τις δουλειές που της είχαν αναθέσει για να πάει στο λιμανάκι. Έκατσε στην άμμο και τύλιξε με τα χέρια της τα γυμνά της πόδια για να ζεσταθεί. Ο ήλιος δεν είχε γυρίσει ακόμα και είχε ψύχρα. Δεν το αποφάσιζε να μπει στην θάλασσα.
Της άρεσε πολύ να μπαίνει τρέχοντας στην θάλασσα και να βουτάει κολυμπώντας κάτω από το νερό , μέχρι να νιώσει τα πνευμόνια της να πονάνε. Και τότε βγάζοντας την στερνή ανάσα να δίνει μία ώθηση ακόμα για να πάει λίγο πιο μακριά και να βγει στην επιφάνεια νιώθοντας μια ξέφρενη χαρά και το αίμα να κυλάει δυνατά στις φλέβες. Κολυμπούσε εναλλάσσοντας στυλ για να μην βαριέται , ενώ αγαπημένο της στυλ ήταν το ύπτιο, που της επέτρεπε να βλέπει από πάνω της τον ουρανό. Κι όταν έφτανε η ώρα να βγει, βούλιαζε βγάζοντας την ανάσα της μέχρι να κάτσει στον πάτο της θάλασσας. Κι εκεί κοιτούσε γύρω της μαγεμένη μέχρι η άνωση να την σηκώσει ψηλά.
Εκείνη την μέρα όμως, δεν έκανε τίποτα απ’ όλα αυτά. Κοιτώντας αφηρημένα προς την μεριά , που ήταν οι βάρκες, είδε κάτι να κινείται και να τραβάει τα δίχτυα , ενώ ένα περίεργος ήχος έφτασε στ’ αυτιά της. Σηκώθηκε και πήγε τρέχοντας προς την προβλήτα.
Πριν φτάσει ακόμα είδε την χαρακτηριστική ουρά και κατάλαβε. Ένα μικρό παγιδευμένο δελφίνι, που άγνωστο πως, είχε βρεθεί στο λιμανάκι της. Μπήκε χωρίς να διστάσει στην πρώτη βάρκα και την έλυσε αποφασιστικά, ενώ με το κουπί προσπάθησε να την γυρίσει , ώστε να ανοίξει διάδρομο διαφυγής .
Το δελφινάκι, παρά τον πανικό του, εντόπισε αμέσως το κενό και βγήκε από την περίεργη φυλακή του. Γλίστρησε στη θάλασσα γοργά κι άρχισε να απομακρύνεται πηδώντας κάθε τρεις και λίγο στον αέρα. Η Μαρία έμεινε να το κοιτάζει καθώς έφευγε, νιώθοντας μια περίεργη λύπη. Έδεσε ξανά την βάρκα και βούτηξε στα καθάρια νερά.
Πρώτα άκουσε και μετά ένιωσε την παρουσία του. Με την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή , άπλωσε το χέρι της κα χάιδεψε απαλά την λεία επιδερμίδα του. Δεν ένιωσε κανέναν φόβο. Η ώρα πέρασε με χαϊδέματα, σκουντήματα, κα βουτιές, πολλές βουτιές και την Μαρία να ενθουσιάζεται, που είχε επιτέλους κάποιον να μοιραστεί την χαρά της. Αποχαιρετίστηκαν κι έφυγε βιαστική για το σπίτι.
Την άλλη μέρα δεν την χωρούσε ο τόπος. Περίμενε να περάσει η ώρα κοιτώντας ανυπόμονα τους δείχτες. Το απόγευμα κίνησε πάλι για το λιμανάκι ελπίζοντας στο όνειρο. Το δελφινάκι ήταν εκεί. Κολύμπησαν παρέα, βούτηξαν στην θάλασσα κι όταν κουράστηκε το αγκάλιασε κι ανέβηκε επάνω του κρατώντας το σφιχτά .
Κάθε απόγευμα έτρεχε στην θάλασσα να το συναντήσει. Κάθε φορά που έφευγε πίστευε πως θα ήταν η τελευταία που το έβλεπε. Αλλά την επόμενη μέρα ήταν ακόμα εκεί. Αυτή η ανέλπιδη φιλία την γέμισε εμπιστοσύνη
Έφτασε μεσοκαλόκαιρο, τέλη Ιουλίου, και οι ντόπιοι άρχισαν να την κοροϊδεύουν φωνάζοντάς την δελφινοκόριτσο .Ψαράδες που είχαν χάσει καλές ψαριές από τις τρύπες, που είχαν κάνει τα δελφίνια στα δίχτυα τους,, δεν μπορούσαν να κατανοήσουν ούτε να συγχωρέσουν την φιλία της με το δελφίνι.
Την Μαρία δεν την πείραξε καθόλου η κοροϊδία τους. Αισθανόταν μάλλον κολακευμένη από το παρανόμι της και κορδωνόταν όταν μιλούσαν για την διαφορετικότητά της. Κάθε μέρα κολυμπούσε και γρηγορότερα, άντεχε κάτω από το νερό περισσότερο και παρέτεινε τον χρόνο παραμονής της στην θάλασσα , ώστε τελικά οι ώρες που περνούσε κολυμπώντας να είναι περισσότερες απ’ αυτές που περπατούσε.
Εκείνο το απόγευμα άργησε να πάει στο λιμανάκι. Οι γονείς τις ανέθεταν όλο και περισσότερες δουλειές για να την κρατήσουν μακριά από το δελφίνι και την θάλασσα. Πριν ακόμα φτάσει είδε πολλές βάρκες μαζεμένες στο λιμανάκι κι ένα κακό προαίσθημα την κατέκλυσε.
Οι βάρκες είχαν περικυκλώσει το μικρό δελφίνι κι οι άντρες μέσα του χτυπούσαν με τα κουπιά το δελφινάκι , προσπαθώντας να το διώξουν από το λιμάνι και σπρώχνοντάς το προς την ανοιχτή θάλασσα. Βούτηξε χωρίς να βγάλει τα ρούχα της κι άρχισε να κολυμπάει προς το μέρος τους , ενώ δάκρυα θυμού και απελπισίας κυλούσαν από τα μάτια της και μπερδευόταν με το αλμυρό νερό.
Μέχρι να φτάσει στην πρώτη βάρκα το δελφίνι είχε αρχίσει να ξεμακραίνει. Της έδωσαν το χέρι για να ανέβει. Το είδε από μακριά να αφήνει ένα κόκκινο ρυάκι στο νερό καθώς ξεμάκραινε. Καθώς πήδηξε είδε με αποτροπιασμό πως υπήρχε μια μεγάλη πληγή, που ξεκινούσε από το αριστερό του πτερύγιο κι έφτανε σχεδόν μέχρι την ουρά.
Θέλησε να το ακολουθήσει εκείνη κιόλας την στιγμή. Οι άντρες την κράτησαν σφιχτά και δεν την άφησαν να κουνηθεί. Τους κοίταξε με μάτια γεμάτα μίσος και απόγνωση. Δεν μίλησε κανένας τους μέχρι που έφτασαν στην ακτή.
Τέλος Αυγούστου οι γονείς της Μαρίας της ανακοίνωσαν πως θα πήγαινε στην θεία της στην Αθήνα κι ότι θα έμενε εκεί μέχρι να τελειώσει το γυμνάσιο. Η Μαρία δεν μίλησε. Τους κοίταξε με τα ανέκφραστα μάτια της και κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
Πέρασαν δέκα χρόνια. Τελείωσε το γυμνάσιο, το λύκειο , την σχολή καλών τεχνών κι ετοιμαζόταν να κάνει την πρώτη της έκθεση. Οι πίνακές της ήταν γεμάτοι φως και θάλασσα, κρυμμένες γωνιές του νησιού , που ποτέ δεν επισκέφτηκε από την μέρα που έφυγε, το αγαπημένο της λιμανάκι και δελφίνια, πολλά δελφίνια.
Έριχνε μια τελευταία ματιά στην γκαλερί και στις θέσεις που ήταν τοποθετημένοι οι πίνακες, όταν είδε έναν νεαρό άντρα που στεκόταν ώρα πολύ μπροστά σ’ έναν πίνακα, που απεικόνιζε ένα δελφίνι κι ένα κορίτσι να χορεύουν αντικριστά κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Τον πλησίασε και του είπε χαμογελαστά ότι η έκθεση θα γινόταν την επόμενη μέρα. Μίλησαν ώρα πολύ για την θεματολογία που επέλεξε, για το νησί , για την θάλασσα , για τις ανθρώπινες σχέσεις.
Έφυγαν μαζί και δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη όταν της ζήτησε να πάνε στο σπίτι του. Ένιωθε παράξενα οικεία και ανάλαφρα μαζί του και το κρασί που την κέρασε παρέτεινε αυτήν την αίσθηση. Έκαναν έρωτα χωρίς ταμπού προσφέροντας ο ένας στον άλλο την ευχαρίστηση και την ηδονή, χαλαροί και παραδομένοι σαν ζευγάρι παντρεμένο από χρόνια.
Όταν αυτός αποκοιμήθηκε η Μαρία σηκώθηκε κι άρχισε να ντύνεται. Δεν έμενε ποτέ μαζί με κάποιον παραπάνω από το απαραίτητο, δεν είχε ποτέ της σχέση που να κράτησε, δεν είχε κοιμηθεί ποτέ με κάποιον στο ίδιο μαξιλάρι. Ήταν έτοιμη να φύγει όταν αυτός γύρισε στον ύπνο του , αφήνοντας ξεσκέπαστη όλη την αριστερή του πλευρά. Είδε το σημάδι που διέτρεχε το κορμί του κάτω από την μασχάλη μέχρι τους αστραγάλους κι ένιωσε κάτι σαν λιγοθυμιά. Άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε.
Έβγαλε τα ρούχα της κοιτώντας το καθρέφτισμα του κορμιού της στη γαλάζια θάλασσα των ματιών του. Ξάπλωσε δίπλα του και τον αγκάλιασε. Κι ενώ τα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της, ένιωσε την γαλήνη του ταξιδευτή που γυρίζει επιτέλους σπίτι μετά από χρόνια απουσίας.
Το άλλο πρωί οι κάτοικοι του μικρού νησιού είδαν τα δελφίνια, που είχαν εξαφανιστεί για χρόνια, να εμφανίζονται στο λιμανάκι , στην πίσω πλευρά του νησιού..

26 σχόλια:

  1. πόσο όμορφη ιστορία για μια ακόμα φορά κορίτσι μου..
    βγάζει την πραγματική ανάγκη που έχει ο άνθρωπος να αισθάνεται παρέα δίπλα του όπως και να΄χει αρκεί να είναι αγαπημένη..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σ' ευχαριστώ, Κωνσταντίνα μου
    Βουτώντας ο καθένας μας στον βυθό του, θέλουμε κάποιον για να μοιραστούμε όσα βλέπουμε..κάποιον που να μας καταλαβαίνει και αποζητά τα ίδια θαύματα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πάντα καταφέρνεις να με ταξιδεύεις και να με μεταφέρεις σ'έναν μαγικό κόσμο με τις πανέμορφες εικόνες σου...
    Είναι σίγουρο πως αληθινή αγάπη δε χάνεται, όσα χρόνια κι αν περάσουν...
    κι αν χαθεί...τότε, δεν ήταν αγάπη...αλλά,κάτι άλλο...
    Μου άρεσε πολύ το τέλος... :) Χαίρομαι που η Μαρία βρήκε τελικά το δελφινάκι της...το "λιμάνι" της στη ζωή...
    ~Φαίη~

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ζαχαρένια μου Φαίη,
    Ό,τι αγαπάμε και χάνουμε, αποκοιμιέται μέσα στην καρδιά μας και περιμένει την κατάλληλη στιγμή, το κατάλληλο πρόσωπο για να ξαναγίνει αγάπη..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Πολυ ομορφη ιστορια φωτεινη μου.
    Και πολυ τυχερη η Ηρωιδα μας αν σκεφτει
    κανεις οτι το αλλο μας μισο πορτοκαλι
    ειναι διασκορπισμενο σε ολη τη γη!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Καλέ μου λύκε,
    Η πίστη στα παραμύθια και στον έρωτα, πολλές φορές ανταμοίβει τους πιστούς..γιατί για να βρεις το μισό σου πορτοκάλι, χρειάζεται λίγο τύχη, αλλά κι επιμονή, υπομονή και θέληση..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. το λιγο μου αρεσε :)))απο πιστη αλλο τιποτα
    δεν εχω αφησει πορτοκαλι για πορτοκαλι:)))
    τουλαχιστον εχει και ωραια γευση ειδικα
    με βοτκα ειναι απιθανο!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Γι' αυτό έγραψα και λίγο υπομονή, καλέ μου λύκε..καλό είναι που είσαι επίμονος-πρόσεξε μόνο τον συνδυασμό με την βότκα..στη σούρα σου επάνω μπορεί να μην δεις το σωστό μισό..:))

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. μονο επιμονος τωρα που εχω και εσενα
    να μου λες οτι ..θελει λιγη.. τυχη!!!
    δεν θα αφησω κανενα πορτοκαλι... μωρε
    θα τρωω και του αλλου το πορτοκαλι σιγα
    τωρα που θα τον αφησω και αν ειναι
    το δικο μου τι λες τωρα!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Και σου είπα να το προσέξεις το θέμα με την βότκα!! :))
    Μου αρέσει πάντως το μαχητικό σου πνεύμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Η περιγραφη σου ειναι τοσο ζωντανη!
    Μου αρεσουν τα παραμυθια σου!!
    Μου αρεσει ο κοσμος σου!!
    Σε ευχαριστω για τα ταξιδια...
    Κατερινα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Σ' ευχαριστώ Κατερινάκι μου,
    χαίρομαι που ταξιδεύεις μαζί μου, όπως κι εγώ στα παραμυθένια σου βίντεο..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. Καταπληκτική ιστορία... Μπράβο Πετριδάκι μου... Μου άρεσε πάρα πολλή...
    Πήγα και εγώ στο νησί και παρακολουθούσα το κορίτσι με το δελφίνι και ήταν πανέμορφα...
    (Ελπίζω το επόμενο δελφίνι να είναι δικό μου... κανόνισέ το, καλά??? :D )
    Φιλάκια Πολλά,
    Ζωή

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  14. Αγαπημένη μου Ζωίτσα,
    Εύχομαι το δικό σου δελφίνι να έρθει σύντομα στο λιμανάκι σου..
    Φιλάκια και σ' ευχαριστώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  15. Επιτέλους, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ! Μια αισιόδοξη ιστορία!!!!

    Και πρωτού αρχίσεις να μου λες ότι κι άλλες είναι αισιόδοξες, επέτρεψέ μου να σου πω ότι απ' όλα όσα έχεις γράψει και απ' όλα όσα έχεις στο μυαλό σου κι έχεις μοιραστεί μαζί μου, αυτή έχει actually ένα happy ending!

    Φτου σου καμάρι μου! I 'm proud of u! :D

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  16. Αγαπημένο μου πιγκουινάκι,
    Περνώ μια φάση αισιοδοξίας! Το ξέρω πως τα σενάρια που σου είχα πει γι' αυτήν την ιστορία ήταν διαφορετικά, αλλά προσπαθούσα να καλύψω την ανάγκη σου για αίμα (μικρέ μου Φρέντι!!).
    Για τα υπόλοιπα, επιφυλάσσομαι!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  17. Δεν έχω ανάγκη για αίμα!...

    Jesus, μου χαλάς το image! :P

    I am quite as soft and tender as you, people! :P :P

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  18. χμ..όταν δεν κρατάς το 45άρι, την βαλλίστρα και τα λοιπά φονικά σου σύνεργα φυσικά!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  19. Απορώ πώς θα ήταν το παραμύθι με βασικούς ήρωες, τον Ερωτα και το Παραμύθι..

    καλημέρα γλυκιά..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  20. Φωτεινή μου Καλημέρα!! Χίλια ευχαριστώ που με οδήγησες στον υπέροχο-μαγικό-παραμυθένιο σου κόσμο!! Η ιστορία αυτή με συγκίνησε βαθύτατα!! Σιγά σιγά θα εξερευνήσω όλους τους θησαυρούς της ιστοσελίδας σου!
    Πολλά φιλιά
    Δώρα-kardoula4ever

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  21. καμουφλαζ ηταν αυτοοο??
    τεσπα...μου αρεσε το τελος..ευτηχως!!
    ζωγραφισες με λεξεις νεραιδουλα μου...
    χμμμμ....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  22. Αγαπημένη μου Δώρα,
    Σ' ευχαριστώ που ακολούθησες τον δρόμο που οδηγούσε μέχρι εδώ..

    Πολλά φιλάκια κι από μένα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  23. Καλέ μου συνένοχε,
    Έλα, μην με μαρτυράς!!! χιχιχι
    Άσε να νομίσουν πως έχω τρυφερή κι ευαίσθητη καρδιά!!! (ειδικά αν δεν είναι χρυσόψαρα, μελισσούλες,γοργόνες, πασχαλίτσες, μελισσούλες, γεράκια, νεραϊδούλες κλπ!!)
    Άσε που τελικά σου άρεσε το happy ending (αχ, αυτές οι αμερικανιές μας χάλασαν την πιάτσα!!)
    Καλό απόγευμα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  24. Καλέ μου γάτε,
    Γεμίζεις μόνο με αυτά που μέσα σου έχεις..

    Καλό σου βράδυ

    ΑπάντησηΔιαγραφή