Τα δύο κορίτσια γέλασαν δυνατά κοιτάζοντας τις ανοιγμένες παπαρούνες που κρατούσαν στα χέρια τους. Η μία ξάπλωσε στο έδαφος πάνω τους βάζοντας τα χέρια που κρατούσαν την ανοιγμένη παπαρούνα στο στήθος και κοίταξε τον ουρανό χαμογελώντας προκλητικά. Η άλλη έκατσε διακριτικά δίπλα της και κοίταζε την δική της παπαρούνα μ’ ένα χαμόγελο Μόνα-Λίζας στον πρόσωπο.
Ήταν κι οι δύο είκοσι χρονών γεμάτες θέληση για ζωή, όνειρα κι ελπίδες για το μέλλον. Ήταν διαφορετικές τόσο εμφανισιακά όσο και σαν χαρακτήρες, αλλά αυτό δεν στάθηκε ποτέ εμπόδιο στην φιλία τους , που είχε τις ρίζες της στα παιδικά τους χρόνια.
Η Φένια ήταν μελαχρινή, ψηλή και κύρια χαρακτηριστικά της ήταν τα σκανδαλιάρικα μαύρα μάτια της και το αστραφτερό χαμόγελό της, που δεν έχανε σχεδόν ποτέ. Η Αλίκη ήταν ξανθιά, μικροκαμωμένη και κύρια χαρακτηριστικά της ήταν το στρογγυλό, παιδικό πρόσωπό της και τα τριανταφυλλένια χείλη της σαν κούκλας, που τόνιζαν σαν παράταιρο το αινιγματικό της χαμόγελο.
Έπαιζαν ένα παιχνίδι που το είχαν αρχίσει από μικρές. Άνοιγαν τις κλειστές παπαρούνες και ανάλογα με το χρώμα , που άλλες φορές ήταν κόκκινο, άλλες ροζ και σπάνια άσπρο, λέγανε τι θα συναντήσει η καθεμία στη ζωή της έρωτα, αγάπη ή αγνότητα. Μπορεί να ήταν παράξενο παιχνίδι, κι ίσως χωρίς νόημα, αλλά με το παιδικό τους μυαλό όμως, νομίζανε πως μπορούνε να πάρουν ένα στοιχείο για το μέλλον τους.
Αυτήν την μέρα αποφάσισαν να το παίξουν πάλι , επιλέγοντας η καθεμία , από μία παπαρούνα. Η Φένια βρήκε την άσπρη και η Αλίκη την κόκκινη. Τους φάνηκε τόσο αστείο ώστε δεν σταμάτησαν να γελάνε για πολλή ώρα.
Η Φένια πάντα ενθουσιώδης, ονειροπόλα και παθιασμένη κυνηγούσε να βρει τον έρωτα από την εφηβεία τους και αν και δεν τον είχε συναντήσει μέχρι τώρα, όλα έδειχναν ότι θα ήταν η πρώτη επιλαχούσα. Εύκολα γνώριζε κόσμο, έμπαινε σ’ ένα μαγαζί κι έβγαινε χαιρετώντας τους μισούς με το όνομά τους, εύκολα πλησίαζε τις καρδιές, μάζευε τις εξομολογήσεις και τα μυστικά από την πρώτη γνωριμία, εύκολα την ερωτευόταν.
Η Αλίκη από την άλλη ήταν συνεσταλμένη, τον έρωτα τον περίμενε σχεδόν αφηρημένα , σίγουρη όμως πως θα βρεθεί στο κατώφλι της κάποια στιγμή. Παρά το γλυκό του χαρακτήρα της, ήταν απόλυτη στις απόψεις της, κλειστή σαν στρείδι στις νέες γνωριμίες, με το χαρακτηριστικό χαμόγελο, που πολλοί το θεωρούσαν ειρωνεία. Πίστευε πως ήταν σπατάλη να ξοδεύει τον χρόνο της με ανθρώπους, που δεν ήξερε αν θα έβλεπε αύριο και πάντα διαφωνούσε για την ανοιχτή αγκαλιά της φίλη της.
Εκείνη την ημέρα θα κοιμόταν στο σπίτι της Φένιας, όπως συνήθιζαν να κάνουν από παλιά. Μοναχοπαίδια και οι δυο, μεγάλωναν σε δύο σπίτια, που τα αισθανόταν το ίδιο οικεία , όπως το δικό τους και μοιραζόταν τα πάντα με χαρά. Γύρισαν στο σπίτι , η Φένια κρατώντας ακόμα την παπαρούνα, που είχε μαδήσει στο χέρι σαν τρόπαιο, ενώ η Αλίκη την κοιτούσε γελώντας ακόμα για τα μούτρα της- την δική της την είχε πετάξει εδώ και ώρα.
Ετοίμασαν κάτι πρόχειρο για να φάνε, πήρανε από το ψυγείο ένα μπουκάλι άσπρο κρασί και πήγαν στο δωμάτιο της Φένιας. Μέχρι τα μεσάνυχτα μιλούσαν ενώ το μπουκάλι είχε πλέον αδειάσει.
«Μερικές φορές θα ήθελα να είμαι σαν κι εσένα», είπε η Φένια. «Εγώ κοιμάμαι με το κεφάλι στα σύννεφα κι εσύ κάτω στην γη με φωνάζεις να γυρίσω. Και καθώς δεν έχω βγάλει φτερά , προσγειώνομαι απότομα κοντά σου και καταλαβαίνω πως δεν είναι καλό να έχω ένα σύννεφο για προσκεφάλι».
«Μακάρι να μπορούσα λοιπόν, να κάνω κι εγώ αυτό που κάνεις»., απάντησε η Αλίκη, «να έβαζα στην άκρη τη λογική και να άφηνα το παιδί που έχω μέσα μου να κινηθεί χωρίς να το τραβάω συνέχεια από το χέρι. Όμως δεν μπορώ».
Εκείνο το βράδυ η Φένια ονειρεύτηκε τον Έρωτα. Ξαπλωμένη σ’ ένα σύννεφο, τον είδε να πετάει προς το μέρος της και να της τραγουδάει. Κάθισε δίπλα της και της μίλησε Το πρόσωπό του ήταν στο σκοτάδι, τα μάτια του όμως έφεγγαν και τα λόγια του ζωγράφιζαν τον παράδεισο του. Ήξερε πως θα τον αναγνώριζε μόλις τον συναντούσε.
Στα επόμενα πέντε χρόνια, η Αλίκη γνώρισε τον πρώτο και τελευταίο έρωτά της. Παντρεύτηκε κι έκανε δύο παιδιά και εξακολουθούσε να είναι ευτυχισμένη και ερωτευμένη με τον πατέρα των παιδιών της, όπως τον πρώτο καιρό.
Η Φένια έψαχνε σε σχέσεις χωρίς αντίκρισμα να βρει τον έρωτα των ονείρων της. Κάθε σχέση όμως, την οδηγούσε πιο μακριά από τον φτερωτό της ιππότη. Κοιτούσε τις παπαρούνες με πίκα κι άρχισε να πιστεύει πως όλα ήταν γραμμένα από την αρχή.
Όταν η Αλίκη την ρώτησε αν συνάντησε τον έρωτα στα σύννεφα που τριγυρνούσε κάθε βράδυ, γύρισε την κοίταξε στα μάτια και απάντησε «Τα σύννεφα είναι το πιο όμορφο προσκεφάλι που μπορεί κανείς να ποθήσει. Κοιμάσαι τόσο γλυκά και ξεκούραστα που στην αρχή δεν δίνεις σημασία στην θολή σου όραση το πρωί. Όσο περνάει ο καιρός βλέπεις όλο και λιγότερα, αλλά χωρίς αυτά δεν μπορείς να αποκοιμηθείς.»
Σηκώθηκε και πήγε προς το παράθυρο γυρίζοντας την πλάτη στην φίλη της ενώ συνέχισε να μιλάει «Νόμισα πως τον συνάντησα πολλές φορές κι άλλες τόσες αποδείχτηκε πως ήταν τα σύννεφα που μου θόλωσαν τα μάτια. Τώρα φοβάμαι πως τον συνάντησα, αλλά δεν τον αναγνώρισα και τον άφησα να φύγει. Μου έμειναν όμως τα σύννεφα κι η αγάπη για τα όνειρα».