Ο Δημήτρης στάθηκε στο φυσικό πλάτωμα, στην ράχη του βουνού και κοίταξε το ποτάμι που ορμητικό κυλούσε προς τα ριζά του, ακολουθώντας το δικό του φιδωτό μονοπάτι.
Εκεί υπήρχαν δύο χωριά, αντικριστά στις όχθες του ποταμού, φυσικό σύνορο και εμπόδιο ανάμεσά τους. Ο ήλιος που έδυε, είχε ήδη αφήσει το ένα χωριό στο σκοτάδι, τονίζοντας τις διαφορές τους. Γιατί τα δύο χωριά , διέφεραν όπως η μέρα με την νύχτα, κι ο Δημήτρης το ήξερε καλύτερα από τον καθένα.
Έκατσε σε μια πλατειά πέτρα κι άναψε τσιγάρο. Πήρε βαθιές ρουφηξιές μέχρι να νιώσει τον καπνό να του καίει τα σωθικά και κοίταξε ξανά τα δύο χωριά. Η κόλαση κι ο παράδεισός του ήταν εκεί, μπροστά του . Η πίκρα από το τσιγάρο που αργόσβηνε στα χείλη του, απλώθηκε στην καρδιά του.
Δύο χωριά, δύο γυναίκες, δύο αγάπες τον έφεραν σήμερα εδώ πάνω. Πέρασαν από την ζωή του αφήνοντας το ανεξίτηλο σημάδι τους χωρίς να κατορθώσουν να γεμίσουν την μοναξιά του. Και δεν ήξερε αν έφταιγε αυτός, που ζητούσε πολλά ή αυτές που δεν μπορούσαν να τα δώσουν.
Η πρώτη , η Αλεξάνδρα, ήταν ήρεμη, λογική, σταθερή στις απόψεις και στον έρωτα, ένα λιμάνι στις φουρτούνες. Μπορούσε να μιλάει με τις ώρες μαζί της για όλα τα θέματα και να νιώθει την κατανόησή της να τον σκεπάζει σαν ζεστό πάπλωμα. Τον εμπιστευόταν τυφλά και δεν έχανε ευκαιρία να του δείχνει τον θαυμασμό και την αγάπη της. Κι ενώ ήταν η γυναίκα που ήθελε μαζί της να χουζουρέψει το πρωί στο κρεβάτι, ο λόγος δεν ήταν η κούραση του έρωτα της περασμένης βραδιάς. Δεν υπήρχε ο ηλεκτρισμός, το πάθος, ο αναγκαίος ερωτισμός.
Η δεύτερη , η Μερόπη, είχε όλο το πάθος και την φλόγα που έλειπε από την Αλεξάνδρα. Και μόνο ο ήχος της φωνής της, τον έκανε τρελό από πόθο. Την ήθελε κάθε στιγμή και λεπτό, αλλά η έντασή της σχέσης τους δεν περιοριζόταν στο κρεβάτι. Διαφωνούσαν σχεδόν στα πάντα. Από την μουσική που άκουγαν μέχρι τους ανθρώπους που συναναστρέφονταν .Έπαιζε συνεχώς με τα συναισθήματά του, δοκίμαζε την υπομονή και την αγάπη του και παραπονιόταν ότι την παραμελούσε όταν δεν είχε την αποκλειστική προσοχή του. Η κακία της όταν θύμωνε και η ανυπόφορη ζήλια της, τον εγκλώβιζαν σ’ ένα κλουβί, που ήθελε απεγνωσμένα να δραπετεύσει. Ήταν η φουρτουνιασμένη θάλασσα που τον έλκυε με την άγρια ομορφιά της , αλλά που η φρόνηση τον κρατούσε μακριά .
Και οι δύο είχαν κάτι που ήθελε, που συμπλήρωνε τα θέλω και τις ανάγκες του. Και οι δύο είχαν κάτι που απεχθανόταν και που δεν μπορούσε να προσπεράσει.. Και τις δύο τις έδιωξε από την ζωή του και τώρα ήταν μόνος. Τώρα περίμενε κάτι να συμβεί. Να έρθει ο πραγματικός έρωτας να τον ξεσηκώσει. Με το ένα πόδι στην γη και το άλλο στον ουρανό να περπατήσει και να έρθει κοντά του. Και να τον λυτρώσει.
Ο ήλιος είχε δύσει εδώ κα ώρα. Έσβησε προσεχτικά το τσιγάρο στο βράχο, έβαλε το αποτσίγαρο στο άδειο πακέτο μαζί με τις υπόλοιπες γόπες και επιθεώρησε το καταφύγιό του. Όταν βεβαιώθηκε πως η παρουσία του εκεί το άφησε ανέγγιχτο, άρχισε να κατηφορίζει το γνωστό μονοπάτι, που οδηγούσε στο πρώτο χωριό. Για να φτάσει στο σπίτι του, έπρεπε να περάσει από την μικρή γέφυρα, που ένωνε τα χωριά πάνω από το ποτάμι. Ήταν επικίνδυνη όταν τα νερά ήταν ανεβασμένα από τις βροχές, όπως σήμερα. Έπρεπε να βιαστεί.
Διέσχισε το μικρό χωριό κι έφτασε στην άκρη της μικρής γέφυρας. Προχώρησε προσεχτικά , κοιτώντας κάτω για να μην γλιστρήσει στα νερά , που κάλυπταν πολλά σημεία της, όταν φτάνοντας στη μέση της είδε κάτι να γυαλίζει κάτω από το φως του φεγγαριού. Γεμάτος περιέργεια έσκυψε να δει το παράξενο αντικείμενο που επέπλεε σε μια νερολακούβα. Ήταν ένα μικρό άσπρο κουτί, τυλιγμένο με κόκκινη κορδέλα.
Το κράτησε στα χέρια του. Ήταν πολύ ελαφρύ σαν να ήταν άδειο. Το κούνησε δίπλα στο αυτί του κι ένιωσε παρά άκουσε ότι υπήρχε κάτι μέσα. Έμεινε αναποφάσιστος για μια στιγμή, αλλά η περιέργεια νίκησε κι έλυσε την κόκκινη κορδέλα . Άνοιξε το κουτί με προσοχή και ξαφνιασμένος ,καθώς η πεταλούδα βγήκε πετώντας ορμητικά από μέσα , άφησε να του πέσει κάτω μαζί με την κόκκινη κάρτα , που περιείχε.
Έσκυψε για δεύτερη φορά και το σήκωσε και γύρισε προς το φεγγάρι για να διαβάσει τα χρυσά γράμματα στην κάρτα. «Σ’ ευχαριστώ που με ελευθέρωσες. Σου κάνω δώρο μία ευχή για ανταμοιβή. Πρόσεξε όμως καλά τι θα ευχηθείς, γιατί θα γίνει πραγματικότητα. Δεν θα μπορέσεις να την αλλάξεις, ούτε θα έχεις δεύτερη ευκαιρία. Η νεράιδα του ποταμού»
Ο Δημήτρης έμεινε για μια στιγμή ακίνητος. Δεν πίστεψε στιγμή ότι αυτό που κρατούσε στα χέρια του ήταν κάτι παραπάνω από μία φάρσα, αλλά η καρδιά του σκίρτησε. Του φάνηκε σαν κάποιος να απαντούσε την αγωνία και στην μοναξιά του κι αυτό τον γέμισε με μια περίεργη χαρά και αυτοπεποίθηση.
Έκλεισε τα μάτια και είπε «Θέλω την γυναίκα-σύζευξη των δύο γυναικών που αγάπησα, την Αλεξάνδρα και την Μερόπη σε ένα, την τέλεια γυναίκα για μένα». Ανοίγοντας τα μάτια είδε μπροστά του μια μικρή νεράιδα που τον κοιτούσε αυστηρά. «Πήγαινε σπίτι σου. Η ευχή σου έχει πραγματοποιηθεί. Να θυμάσαι πάντως , πως εγώ σε προειδοποίησα».
Ένα μήνα μετά καθόταν στην μέση της γέφυρας , με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από τα άγρια νερά του ποταμού και μια έκφραση παραίτησης στο πρόσωπο. Φώναζε για ώρα καλώντας την νεράιδα να εμφανιστεί και να πάρει πίσω το δώρο της. Αυτή εμφανίστηκε μ’ ένα βαριεστημένο ύφος στο πρόσωπό της και τον ρώτησε τι πήγε στραβά.
«Είναι τόσο τέλεια που δεν μπορώ να την αγαπήσω. Σε όλα κρίνομαι ανεπαρκής, μια που εγώ παρέμεινα άνθρωπος με αδυναμίες και ελαττώματα. Δεν αφήνει μια χαραμάδα ανοιχτή στο όνειρο, γιατί δεν αναζητά τίποτα. Στο ταξίδι της ζωής δεν είναι συνταξιδιώτισσα, είναι παρατηρητής. Και μαζί της αισθάνομαι περισσότερο μόνος.»
Η νεράιδα του απάντησε «Έχασες δυο αγάπες γιατί δεν κάθισες να πολεμήσεις για αυτές. Δεν κατάλαβες πως τις αγαπούσες για τα ελαττώματά τους, παρά για τα προτερήματα. Σκέφτηκες μόνο τον εαυτό σου και τις δικές σου ανάγκες. Θα σου δώσω μία δεύτερη ευκαιρία, αν και δεν ξέρω αν την αξίζεις. Έλα αύριο πάλι εδώ να με βρεις, αυτή την ώρα». Και λέγοντας την τελευταία φράση πέταξε μακριά.
Την επόμενη μέρα ο Δημήτρης την πέρασε κοιτώντας ανυπόμονα το ρολόι του. Την συμφωνημένη ώρα ξεκίνησε για την γέφυρα. Είδε μια άγνωστη γυναίκα να διασχίζει την γέφυρα. Την είδε από μακριά, καθώς ερχόταν από την απέναντι όχθη. Έφτασε στη μέση της γέφυρας λίγο πριν απ’ αυτόν κι έσκυψε να πάρει κάτι από το έδαφος. Έτρεξε για να βρεθεί κοντά της και αρπάζοντας το άσπρο κουτάκι με την κόκκινη κορδέλα , το πέταξε στο ποτάμι.
Η γυναίκα σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε με έκπληξη και απορία. Τα ελαφίσια μάτια της είχαν κάτι πονεμένο και σκληρό συνάμα. Ο Δημήτρης χαμογέλασε..