Οι λευκές σελίδες



Η Ελπίδα ήταν ξαπλωμένη και διάβαζε. Το ρολόι έδειχνε δύο αλλά δεν ήθελε να αφήσει το βιβλίο από τα χέρια της. Της άρεσε να ταξιδεύει με τα φτερά της φαντασίας βυθισμένη στα όνειρα των άλλων όπως αποκαλούσε τα μυθιστορήματα.

Δεν θυμόταν εποχή στην ζωή της που να μην κοιμόταν αγκαλιά μ’ ένα βιβλίο. Στο δημοτικό έκλεβε χρόνο από τον ύπνο ανάβοντας κεριά, σκεπάζοντας φωτιστικά γραφείου, χρησιμοποιώντας φακό κάτω από την κουβέρτα, οτιδήποτε της έδινε την δυνατότητα να διαβάζει στα κρυφά τα αγαπημένα της βιβλία. Φυσικά, την είχαν τσακώσει πολλές φορές, είχε κοντέψει να βάλει φωτιά άλλες τόσες, αλλά αυτό μόνο την προέτρεπε να βρει καινούριους τρόπους για να ταξιδεύει στο όνειρο.

Τα βιβλία που λάτρευε ήταν αυτά που ταυτιζόταν με τον ήρωα ή την ηρωίδα και την ωθούσαν να ζει μια παράλληλη ζωή τα βράδια όχι απαραίτητα πιο όμορφη, ούτε απαραίτητα πιο καλή, αλλά διαφορετική από την καθημερινότητα και την ανία που συχνά της προκαλούσε ο περίγυρος, οι φίλοι και στην συνέχεια οι άντρες της ζωής της. Κάτι μέσα της έμενε ασυγκίνητο , κάτι μέσα της διψούσε για κάτι παραπάνω και θεωρώντας το κουσούρι και ελάττωμά της, δεν τολμούσε να το συζητήσει με κανέναν.

Ευελπιστούσε στην αρχή, όταν ήταν παιδί ακόμα, πως κάποια στιγμή θα γράψει το δικό της βιβλίο, αυτό που θα έκανε κάποιον άλλο ονειροπόλο να ταυτιστεί με τους ήρωες της, αλλά στην πορεία κατάλαβε πως δεν θα το έκανε ποτέ. Δεν είχε ούτε την υπομονή, ούτε την επιμονή, ούτε την πίστη, ούτε το ταλέντο για να κάνει αυτό το όνειρο πραγματικότητα. Περιορίστηκε λοιπόν σε μικρές ιστορίες, μικρά παραμύθια, ματιές από την κλειδαρότρυπα των στιγμών άλλων, στις οποίες δάνειζε στους βραχύβιους ήρωες τους κομμάτια της ψυχής της.

Όταν πέθανε ο πατέρας της , αντιμετωπίζοντας για πρώτη φορά ένα κενό που κανένα βιβλίο δεν της είχε μάθει πως το γεμίσει, αποφασισμένη να δει την ζωή με καινούριο μάτι και να κάνει μια καινούρια αρχή, έκοψε σε μικρά κομματάκια όλες τις ιστορίες που είχε γράψει μέχρι τότε. Μάζεψε το κομφετί που απέμεινε σε μια σακούλα σουπερ μάρκετ και πήγε αργά το βράδυ περπατώντας μέχρι την παραλία. Κάθισε σ’ ένα σημείο που δεν είχε κίνηση κι έκαψε μεθοδικά κάθε μικρό κομματάκι, παρατηρώντας τις λέξεις , άλλες μισές , άλλες ολόκληρες, τα μπλε γράμματα που η φορά τους άλλαζε ανάλογα με την διάθεσή της, να εξαφανίζονται.

Συνέχισε να διαβάζει με τους ίδιους ρυθμούς όπως παλιά, αλλά κάτι την πονούσε κάθε φορά. Ένα σφίξιμο στο στομάχι, ένας αιφνίδιος πονοκέφαλος, διπλωπίες , τάση για εμετό, κολικοί , όλα άρχιζαν μόλις έμπαινε στο πετσί του ήρωα και προσπαθούσε να ζήσει το όνειρό του. Δεν ήξερε άλλο τρόπο για να ονειρεύεται. Δεν έβλεπε ποτέ της όνειρα κοιμώμενη ή τουλάχιστον δεν θυμόταν ποτέ να είχε ονειρευτεί. Το μόνο που ζούσε στον ύπνο της ήταν οι εφιάλτες της κι από αυτούς ζητούσε να αποδράσει. Δεν υπήρχε τρόπος να δραπετεύσει από το στενό κελί της ύπαρξής της μια που η μοναδική έξοδος έδειχνε τώρα το κενό.

Είχαν περάσει δεκατέσσερα χρόνια, όταν ξύπνησε εκείνο το πρωινό κι ένιωσε πως ήταν έτοιμη να εκραγεί. Συναισθήματα συσσωρευμένα που βγήκαν στην επιφάνεια και την έσπρωχναν να κάνει κάτι, να βγει από το τέλμα, να μιλήσει, να ονειρευτεί ξανά. Ο γάμος της, που έμοιαζε ιδανικός στον έξω κόσμο και που ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις, είχε φτάσει στο σημείο να γίνει μέγγενη γύρω από τον λαιμό της. Η δουλειά της που παλιά την ικανοποιούσε, την έκανε να βαριέται και να αισθάνεται πως παίζει με λάθος χαρτιά σ’ ένα φτιαγμένο παιχνίδι. Οι σχέσεις με τους φίλους είχαν γίνει επιφανειακές και τυποποιημένες.

Με μια τυχαία αφορμή βρέθηκε σ’ ένα διαδικτυακό κύκλο κι άρχισε να συζητά με ανθρώπους άγνωστους για μουσικές, τραγούδια και στίχους. Δειλά στην αρχή απάντησε, συζήτησε, σχολίασε, άκουσε πονεμένες ιστορίες, γέλασε, συγκινήθηκε με τα καμώματα ξένων, όπως παλιά με τα βιβλία. Πάντα υπάρχει κάτι στον πόνο των άλλων που συναντά τον δικό μας κι αυτό την έκανε να θυμηθεί το όνειρο. Λίγους μήνες μετά άρχισε να γράφει ξανά παραμύθια κι ιστορίες, αυτή την φορά στο διαδίκτυο.

Άγνωστοι και γνωστοί διάβασαν τα παραμύθια της. Αρκετοί σχολίασαν, πολλοί είπαν πως τους άγγιξε , πως νιώσανε τον ήρωα ή την ηρωίδα, πως ονειρεύτηκαν μαζί της κι η Ελπίδα ένιωσε πως με έναν διαφορετικό τρόπο πέτυχε αυτό που κάποτε λαχταρούσε. Ξέχασε την απογοήτευσή της κι άρχισε να ονειρεύεται ξανά για τους άλλους και για τον εαυτό της.

Δέκα μήνες μετά ζούσε για πρώτη φορά στο όνειρο. Πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια η ίδια ένιωσε να απελευθερώνεται μ’ έναν μαγικό τρόπο στο άγγιγμα του έρωτα, που ήρθε απρόβλεπτα και αιφνίδια σαν ανεμοστρόβιλος παρασέρνοντας τα πάντα στο διάβα του. Βρήκε την όαση στην έρημο της ψυχής της και άρχισε να πίνει λαίμαργα νερό με μια δίψα που μεγάλωνε συνεχώς όσο έπινε. Αν και φοβόταν πως είναι αντικατοπτρισμός, δεν μπορούσε να αντισταθεί σ’ αυτήν την υπέροχη αίσθηση πληρότητας που την κατέκλυσε.

Ο δρόμος για τον Παράδεισο λένε πως είναι στρωμένος με αγκάθια. Τα ένιωσε να την τρυπούν πολλές φορές και παρακολούθησε να τρυπούν και τον άντρα που αγάπησε. Άρχισε να διηγείται την ιστορία τους γράφοντάς την, από την μια για να ξορκίσει το κακό κι από την άλλη γιατί πίστευε πως ήταν ένα όνειρο που πολλοί θα θέλανε να ζήσουν. Ακόμα κι όταν άρχισε να γίνεται εφιάλτης.

Ήταν μαζί πάνω από έναν χρόνο όταν αποφάσισε να διαβάσει το βιβλίο τους, όπως το έλεγε φιλόδοξα μέσα της, περιμένοντας πως θα έχει μια ζωή να το συμπληρώνει. Και τότε τις είδε. Κενές σελίδες, χωρίς να έχει γράψει τίποτα, εκεί στην αρχή, κάπου στην μέση, λίγο πριν το τέλος. Κι ακόμα περισσότερες μετά.

Είχε αποτύχει. Το μόνο βιβλίο που πίστεψε πως θα έγραφε ποτέ δεν έκανε τον αναγνώστη να συμμετέχει. Ο ίδιος ο ήρωας δεν πίστευε πως υπάρχει. Κι αυτός ήταν ο μόνος αναγνώστης που είχε σημασία. Γύρισε την επόμενη σελίδα. Ήταν λευκή. Γύρισε την προηγούμενη. Ήταν λευκή, κενή σκέφτηκε, κενή, άδεια, όπως κι εγώ. Κι αυτή η λευκότητα την έκανε να μισήσει τον εαυτό της και τα όνειρα.

Άρχισε να κόβει με μανία τις σελίδες και να τις σκορπάει γύρω της ανεξέλεγκτη. Στην αρχή τις λευκές με πείσμα και μανία. Στην συνέχεια αυτές που είχαν γράψει με δάκρυα και πόνο. Έμεινε ώρα να κοιτάζει το κενό όταν με την άκρη του ματιού της είδε κάτι λευκό να αιωρείται. Ανοιγόκλεισε τα μάτια χωρίς να είναι σίγουρη στην αρχή ,αλλά όσο περνούσε η ώρα κατάλαβε πως δεν έκανε λάθος.

Οι σχισμένες λευκές σελίδες σηκωνόταν από το πάτωμα και μπροστά στα έκπληκτα μάτια της μεταμορφωνόταν σε μικρά λευκά ανθάκια, μια αγκαλιά γυψοφύλλης που πλημμύρισε το δωμάτιο και στόλιζε τονίζοντας με την λευκότητά της τα κόκκινα τριαντάφυλλα που γύρω της τυλιγόταν.

Έπιασε την τελευταία γραμμένη σελίδα ενώ μεταμορφωνόταν σε τριαντάφυλλο χωρίς να νοιαστεί για τα αγκάθια που την τρύπησαν. Έσκυψε και μύρισε το υπέροχο άρωμά του ενώ στο χέρι της τυλιγόταν και τα τελευταία λευκά ανθάκια συνοδοί.  Η αντίθεση που πριν τόσο την είχε πονέσει τώρα της θύμιζε μόνο πόσο έντονα και πλήρης είχε νιώσει.

Ξύπνησε λίγο αργότερα με την αίσθηση πως κάτι υπέροχο είχε συμβεί. Το χέρι της ήταν μουδιασμένο σφιγμένο όπως ήταν σαν σελιδοδείχτης πριν τις τελευταίες λευκές σελίδες του βιβλίου . Τις χάιδεψε με τα ακροδάχτυλά της και έκλεισε το βιβλίο βάζοντας το στο κομοδίνο δίπλα της. Έκλεισε τα μάτια της και μουρμουρίζοντας ένα ευχαριστώ κοιμήθηκε ήρεμα ως το πρωί.