Οι λευκές σελίδες



Η Ελπίδα ήταν ξαπλωμένη και διάβαζε. Το ρολόι έδειχνε δύο αλλά δεν ήθελε να αφήσει το βιβλίο από τα χέρια της. Της άρεσε να ταξιδεύει με τα φτερά της φαντασίας βυθισμένη στα όνειρα των άλλων όπως αποκαλούσε τα μυθιστορήματα.

Δεν θυμόταν εποχή στην ζωή της που να μην κοιμόταν αγκαλιά μ’ ένα βιβλίο. Στο δημοτικό έκλεβε χρόνο από τον ύπνο ανάβοντας κεριά, σκεπάζοντας φωτιστικά γραφείου, χρησιμοποιώντας φακό κάτω από την κουβέρτα, οτιδήποτε της έδινε την δυνατότητα να διαβάζει στα κρυφά τα αγαπημένα της βιβλία. Φυσικά, την είχαν τσακώσει πολλές φορές, είχε κοντέψει να βάλει φωτιά άλλες τόσες, αλλά αυτό μόνο την προέτρεπε να βρει καινούριους τρόπους για να ταξιδεύει στο όνειρο.

Τα βιβλία που λάτρευε ήταν αυτά που ταυτιζόταν με τον ήρωα ή την ηρωίδα και την ωθούσαν να ζει μια παράλληλη ζωή τα βράδια όχι απαραίτητα πιο όμορφη, ούτε απαραίτητα πιο καλή, αλλά διαφορετική από την καθημερινότητα και την ανία που συχνά της προκαλούσε ο περίγυρος, οι φίλοι και στην συνέχεια οι άντρες της ζωής της. Κάτι μέσα της έμενε ασυγκίνητο , κάτι μέσα της διψούσε για κάτι παραπάνω και θεωρώντας το κουσούρι και ελάττωμά της, δεν τολμούσε να το συζητήσει με κανέναν.

Ευελπιστούσε στην αρχή, όταν ήταν παιδί ακόμα, πως κάποια στιγμή θα γράψει το δικό της βιβλίο, αυτό που θα έκανε κάποιον άλλο ονειροπόλο να ταυτιστεί με τους ήρωες της, αλλά στην πορεία κατάλαβε πως δεν θα το έκανε ποτέ. Δεν είχε ούτε την υπομονή, ούτε την επιμονή, ούτε την πίστη, ούτε το ταλέντο για να κάνει αυτό το όνειρο πραγματικότητα. Περιορίστηκε λοιπόν σε μικρές ιστορίες, μικρά παραμύθια, ματιές από την κλειδαρότρυπα των στιγμών άλλων, στις οποίες δάνειζε στους βραχύβιους ήρωες τους κομμάτια της ψυχής της.

Όταν πέθανε ο πατέρας της , αντιμετωπίζοντας για πρώτη φορά ένα κενό που κανένα βιβλίο δεν της είχε μάθει πως το γεμίσει, αποφασισμένη να δει την ζωή με καινούριο μάτι και να κάνει μια καινούρια αρχή, έκοψε σε μικρά κομματάκια όλες τις ιστορίες που είχε γράψει μέχρι τότε. Μάζεψε το κομφετί που απέμεινε σε μια σακούλα σουπερ μάρκετ και πήγε αργά το βράδυ περπατώντας μέχρι την παραλία. Κάθισε σ’ ένα σημείο που δεν είχε κίνηση κι έκαψε μεθοδικά κάθε μικρό κομματάκι, παρατηρώντας τις λέξεις , άλλες μισές , άλλες ολόκληρες, τα μπλε γράμματα που η φορά τους άλλαζε ανάλογα με την διάθεσή της, να εξαφανίζονται.

Συνέχισε να διαβάζει με τους ίδιους ρυθμούς όπως παλιά, αλλά κάτι την πονούσε κάθε φορά. Ένα σφίξιμο στο στομάχι, ένας αιφνίδιος πονοκέφαλος, διπλωπίες , τάση για εμετό, κολικοί , όλα άρχιζαν μόλις έμπαινε στο πετσί του ήρωα και προσπαθούσε να ζήσει το όνειρό του. Δεν ήξερε άλλο τρόπο για να ονειρεύεται. Δεν έβλεπε ποτέ της όνειρα κοιμώμενη ή τουλάχιστον δεν θυμόταν ποτέ να είχε ονειρευτεί. Το μόνο που ζούσε στον ύπνο της ήταν οι εφιάλτες της κι από αυτούς ζητούσε να αποδράσει. Δεν υπήρχε τρόπος να δραπετεύσει από το στενό κελί της ύπαρξής της μια που η μοναδική έξοδος έδειχνε τώρα το κενό.

Είχαν περάσει δεκατέσσερα χρόνια, όταν ξύπνησε εκείνο το πρωινό κι ένιωσε πως ήταν έτοιμη να εκραγεί. Συναισθήματα συσσωρευμένα που βγήκαν στην επιφάνεια και την έσπρωχναν να κάνει κάτι, να βγει από το τέλμα, να μιλήσει, να ονειρευτεί ξανά. Ο γάμος της, που έμοιαζε ιδανικός στον έξω κόσμο και που ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις, είχε φτάσει στο σημείο να γίνει μέγγενη γύρω από τον λαιμό της. Η δουλειά της που παλιά την ικανοποιούσε, την έκανε να βαριέται και να αισθάνεται πως παίζει με λάθος χαρτιά σ’ ένα φτιαγμένο παιχνίδι. Οι σχέσεις με τους φίλους είχαν γίνει επιφανειακές και τυποποιημένες.

Με μια τυχαία αφορμή βρέθηκε σ’ ένα διαδικτυακό κύκλο κι άρχισε να συζητά με ανθρώπους άγνωστους για μουσικές, τραγούδια και στίχους. Δειλά στην αρχή απάντησε, συζήτησε, σχολίασε, άκουσε πονεμένες ιστορίες, γέλασε, συγκινήθηκε με τα καμώματα ξένων, όπως παλιά με τα βιβλία. Πάντα υπάρχει κάτι στον πόνο των άλλων που συναντά τον δικό μας κι αυτό την έκανε να θυμηθεί το όνειρο. Λίγους μήνες μετά άρχισε να γράφει ξανά παραμύθια κι ιστορίες, αυτή την φορά στο διαδίκτυο.

Άγνωστοι και γνωστοί διάβασαν τα παραμύθια της. Αρκετοί σχολίασαν, πολλοί είπαν πως τους άγγιξε , πως νιώσανε τον ήρωα ή την ηρωίδα, πως ονειρεύτηκαν μαζί της κι η Ελπίδα ένιωσε πως με έναν διαφορετικό τρόπο πέτυχε αυτό που κάποτε λαχταρούσε. Ξέχασε την απογοήτευσή της κι άρχισε να ονειρεύεται ξανά για τους άλλους και για τον εαυτό της.

Δέκα μήνες μετά ζούσε για πρώτη φορά στο όνειρο. Πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια η ίδια ένιωσε να απελευθερώνεται μ’ έναν μαγικό τρόπο στο άγγιγμα του έρωτα, που ήρθε απρόβλεπτα και αιφνίδια σαν ανεμοστρόβιλος παρασέρνοντας τα πάντα στο διάβα του. Βρήκε την όαση στην έρημο της ψυχής της και άρχισε να πίνει λαίμαργα νερό με μια δίψα που μεγάλωνε συνεχώς όσο έπινε. Αν και φοβόταν πως είναι αντικατοπτρισμός, δεν μπορούσε να αντισταθεί σ’ αυτήν την υπέροχη αίσθηση πληρότητας που την κατέκλυσε.

Ο δρόμος για τον Παράδεισο λένε πως είναι στρωμένος με αγκάθια. Τα ένιωσε να την τρυπούν πολλές φορές και παρακολούθησε να τρυπούν και τον άντρα που αγάπησε. Άρχισε να διηγείται την ιστορία τους γράφοντάς την, από την μια για να ξορκίσει το κακό κι από την άλλη γιατί πίστευε πως ήταν ένα όνειρο που πολλοί θα θέλανε να ζήσουν. Ακόμα κι όταν άρχισε να γίνεται εφιάλτης.

Ήταν μαζί πάνω από έναν χρόνο όταν αποφάσισε να διαβάσει το βιβλίο τους, όπως το έλεγε φιλόδοξα μέσα της, περιμένοντας πως θα έχει μια ζωή να το συμπληρώνει. Και τότε τις είδε. Κενές σελίδες, χωρίς να έχει γράψει τίποτα, εκεί στην αρχή, κάπου στην μέση, λίγο πριν το τέλος. Κι ακόμα περισσότερες μετά.

Είχε αποτύχει. Το μόνο βιβλίο που πίστεψε πως θα έγραφε ποτέ δεν έκανε τον αναγνώστη να συμμετέχει. Ο ίδιος ο ήρωας δεν πίστευε πως υπάρχει. Κι αυτός ήταν ο μόνος αναγνώστης που είχε σημασία. Γύρισε την επόμενη σελίδα. Ήταν λευκή. Γύρισε την προηγούμενη. Ήταν λευκή, κενή σκέφτηκε, κενή, άδεια, όπως κι εγώ. Κι αυτή η λευκότητα την έκανε να μισήσει τον εαυτό της και τα όνειρα.

Άρχισε να κόβει με μανία τις σελίδες και να τις σκορπάει γύρω της ανεξέλεγκτη. Στην αρχή τις λευκές με πείσμα και μανία. Στην συνέχεια αυτές που είχαν γράψει με δάκρυα και πόνο. Έμεινε ώρα να κοιτάζει το κενό όταν με την άκρη του ματιού της είδε κάτι λευκό να αιωρείται. Ανοιγόκλεισε τα μάτια χωρίς να είναι σίγουρη στην αρχή ,αλλά όσο περνούσε η ώρα κατάλαβε πως δεν έκανε λάθος.

Οι σχισμένες λευκές σελίδες σηκωνόταν από το πάτωμα και μπροστά στα έκπληκτα μάτια της μεταμορφωνόταν σε μικρά λευκά ανθάκια, μια αγκαλιά γυψοφύλλης που πλημμύρισε το δωμάτιο και στόλιζε τονίζοντας με την λευκότητά της τα κόκκινα τριαντάφυλλα που γύρω της τυλιγόταν.

Έπιασε την τελευταία γραμμένη σελίδα ενώ μεταμορφωνόταν σε τριαντάφυλλο χωρίς να νοιαστεί για τα αγκάθια που την τρύπησαν. Έσκυψε και μύρισε το υπέροχο άρωμά του ενώ στο χέρι της τυλιγόταν και τα τελευταία λευκά ανθάκια συνοδοί.  Η αντίθεση που πριν τόσο την είχε πονέσει τώρα της θύμιζε μόνο πόσο έντονα και πλήρης είχε νιώσει.

Ξύπνησε λίγο αργότερα με την αίσθηση πως κάτι υπέροχο είχε συμβεί. Το χέρι της ήταν μουδιασμένο σφιγμένο όπως ήταν σαν σελιδοδείχτης πριν τις τελευταίες λευκές σελίδες του βιβλίου . Τις χάιδεψε με τα ακροδάχτυλά της και έκλεισε το βιβλίο βάζοντας το στο κομοδίνο δίπλα της. Έκλεισε τα μάτια της και μουρμουρίζοντας ένα ευχαριστώ κοιμήθηκε ήρεμα ως το πρωί.


Τα κόκκινα παπούτσια



Η Γαβριέλα κοίταξε το φεγγάρι απέναντί της ενώ οδηγούσε στην εθνική οδό επιστρέφοντας σπίτι. Ήταν απόγευμα κι ο ήλιος έλαμπε στον ασυννέφιαστο ουρανό, αλλά το φεγγάρι είχε αποφασίσει να κάνει παράταιρα την εμφάνισή του.

Χλωμό και διάφανο κι όμως τόσα πολλά υποσχόμενο για την σημερινή βραδιά σκέφτηκε, ενώ ένα μεγάλο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της καθώς έπιανε το κινητό της καλώντας τον Σταμάτη. «Που είσαι; Βγες έξω! Έχει ένα υπέροχο φεγγάρι ακριβώς μπροστά μου να με οδηγεί!» του είπε πατώντας απότομα φρένο γιατί παρέλειψε να κοιτάξει τα φανάρια που είχαν γίνει κόκκινα.

Έπρεπε να μαζέψει το μυαλό της και να ανασυγκροτηθεί αν ήθελε να είναι ζωντανή σήμερα το βράδυ. Δεν του το είπε. Δεν του έλεγε όσο μπορούσαν να τον εκνευρίσουν και να χαλάσουν τις ώρες που ήταν μαζί , παρά μόνο αν την ρωτούσε. Τότε δυσκολευόταν να αποφύγει τους υφάλους και σήμερα ήθελε οπωσδήποτε να τους αποφύγει.

Περίμενε εδώ κι ένα χρόνο την σημερινή μέρα. Τα είχε κάνει όλα σύμφωνα με τις πανάρχαιες οδηγίες. Είχε βάλει τους σπόρους μια αφέγγαρη νύχτα του Νοέμβρη, είχε ποτίσει με το δάκρυ της τις ρίζες των φυτών με το νέο φεγγάρι του Γενάρη, είχε στάξει το αίμα της στα πρώιμα μπουμπούκια στα μισά του φεγγαριού τον Απρίλη, γυάλιζε με την ανάσα της τα φύλλα κάθε μισοφέγγαρο για ένα χρόνο μέχρι που το νεραιδόφυτο έφτασε στην ωρίμανσή του. Περίμενε λίγο ακόμα μέχρι να τους φωτίσει το φως της ολόγιομης σελήνης του Μαΐου.
Τώρα ήταν έτοιμο να δώσει τους καρπούς του κι αυτή ήταν έτοιμη να τους γευτεί. Είχε κάνει πολύ υπομονή μετρώντας τις πανσέληνους που περνούσαν. Πλησίαζαν Χριστούγεννα. 
Κοίταξε άγρια ένα συννεφάκι που εμφανίστηκε από το πουθενά θαρρείς μπροστά στα μάτια της. Τρίτη έπεφτε η πανσέληνος. Θα προτιμούσε φυσικά να ήταν Παρασκευή ή Σάββατο, αλλά η μέρα δεν άλλαζε την άγρια χαρά που ένιωθε. Υπάρχουν πράγματα που μπορούν να περιμένουν την ιδανική στιγμή, τις ιδανικές συνθήκες, τις ιδανικές μέρες, αλλά αυτό δεν άνηκε σ’ αυτά.

Γιατί κάποια από αυτά, αν περιμένεις να τα πετύχεις στην ιδανικότερη στιγμή τους, τα έχεις χάσει για πάντα. Κι αυτήν δεν ήθελε να το χάσει. Δεν είχε την πολυτέλεια να περιμένει. Είχε ήδη χάσει τον προηγούμενο Μάη. Κι ακόμα περισσότερους πριν από αυτόν. Δεν θα επέτρεπε στο κυνήγι της τελειότητας να γίνει τροχοπέδη του ονείρου.

Γύρισε σπίτι , ετοίμασε έναν καφέ κι έκατσε στο μπαλκόνι. Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν απελπιστικά αργά. Ένιωσε πως όλη της η ύπαρξη είχε κρεμαστεί πάνω στους λεπτοδείχτες του ρολογιού και τους βάραιναν. Πήρε βαθιές ανάσες και προσπάθησε να αγνοήσει το ρολόι και το βάρος του χρόνου που κυλούσε. Έκλεισε για λίγο τα μάτια της και τα ξανάνοιξε μετά από λίγο χαμογελώντας.

Πάντα παραξένευε ακόμα και την ίδια, ο τρόπος που μπορούσε να περνάει από την απόλυτη απελπισία στην απόλυτη χαρά μέσα σε κλάσματα του δευτερόλεπτου. Η συναισθηματική αυτή τραμπάλα, άλλοτε ήταν αρωγός κι άλλοτε εχθρός, ανάλογα με το τι διακυβευόταν κι αν είχε κάτι να αντιμετωπίσει ή να προσπεράσει με αυτήν την ταλάντωση. Ήταν φορές που αυτό την διέλυε πιότερο κι από το ίδιο το πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει, αλλά σήμερα της έδωσε φτερά.

Πήρε το μικρό μπλοκάκι που δεν αποχωριζόταν ποτέ κι άρχισε να γράφει λέξεις ασύνδετες μεταξύ τους. Ήταν το αγαπημένο της παιχνίδι. Να βρίσκει το κοινό στα αταίριαστα, να βρίσκει το δρόμο που ενώνει τις λέξεις κάνοντάς τες φράσεις , προτάσεις, παραγράφους, παραμύθι. Ταίριασμα. Ταίρι. Ταιριάζω. Πως βρίσκεις γλώσσα στην Βαβέλ του συναισθήματος για να φτάσεις τον πύργο ως τον ουρανό.

Κοίταξε τα πόδια της που μένανε πεισματικά ριζωμένα στην γη και μετά τον ουρανό. Το φεγγάρι επιτέλους έκανε την εμφάνιση του φωτίζοντας τον σκούρο ουρανό. Βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε γεμάτη προσμονή το πράσινο περίεργο φυτό γεμάτο βαριούς καρπούς. Έμεινε για μια στιγμή με το χέρι μετέωρο πριν αρπάξει αποφασιστικά έναν από αυτούς.

Με τρεμάμενα δάχτυλα τον άνοιξε. Ήταν σαν να ξετύλιγε ένα δώρο ντυμένο με πράσινα φύλλα. Στο βάθος φώλιαζε ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια. Τα πήρε χαμογελώντας στα χέρια της και τα έστρεψε ώστε να λουστούν το φως του φεγγαριού.

Πήγε με χοροπηδητά βήματα στο δωμάτιό της και τράβηξε τις κουρτίνες ώστε το φεγγαρόφως να γεμίσει το χώρο με το ασημί του φως. Ακούμπησε προσεχτικά τα παπούτσια μπροστά στον καθρέφτη κι έβγαλε βιαστικά τα ρούχα της πετώντας τα προς όλες τις κατευθύνσεις. Στράφηκε προς το φεγγάρι αφήνοντας το φως του να αγγίξει το γυμνό της κορμί, παίρνοντας κάτι από την λάμψη του.

Άνοιξε την ντουλάπα κι έβγαλε το λευκό φόρεμα που το φόρεσε κατάσαρκα χωρίς εσώρουχα από κάτω. Έσφιξε την μέση της με μια κόκκινη μεταξωτή κορδέλα κι άφησε τα μαλλιά της να πέσουν ελεύθερα στους ώμους της. Με τρεμάμενα δάχτυλα από την προσμονή φόρεσε τα κόκκινα παπούτσια, που ήταν ακριβώς στο νούμερό της κι έκανε το πρώτο διστακτικό βήμα.
Έξω τα φωτάκια των στολισμένων μπαλκονιών άναβαν και έσβηναν κρατώντας ένα σταθερό ρυθμό σαν βήματα χορού. Κι αυτή άρχισε να χορεύει. Όλα ήταν ρυθμός για χορό. Έγειρε πίσω το κεφάλι της και γέλασε μετά από πολύ καιρό με την ανακούφιση των μεθυσμένων.
Συνέχισε να χορεύει. Κι όσο πλησίαζε στο σπίτι του Σταμάτη ο χορός γινόταν πιο έντονος, ένα τρελό στροβίλισμα σαν φύλλο που το παίρνει ο αέρας φυσώντας. Σταμάτησε με την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή έξω από το σπίτι του.
Χτύπησε την πόρτα γελώντας ακόμα και χορεύοντας. Περίμενε λίγη ώρα ενώ δεν σταματούσε να χορεύει, να χορεύει και να ελπίζει. Μισή ώρα μετά τα παπούτσια σταμάτησαν μόνα τους τον τρελό χορό.
Άνοιξε την πόρτα με το κλειδί που της είχε δώσει πριν από πολύ καιρό, τότε που έσπειρε τα νεραιδοπάπουτσα στο μπαλκόνι της, τότε που πίστευε πως την είχε αγαπήσει.
Μπήκε στις μύτες μέσα στο τόσο οικείο και ταυτόχρονα τόσο ξένο σπίτι. Κάθισε δισταχτικά την αριστερή καρέκλα, αυτήν που ήταν η δική του όταν συνυπήρχαν. Ένιωσε να γεμίζουν τα ρουθούνια της από την μυρωδιά του κι αυτό την παρέλυσε, ενώ η λύπη άρχισε να πέφτει πάνω της σαν βαρύ χειμωνιάτικο πάπλωμα.
Έκατσε αρκετή ώρα αναλογιζόμενη πως έφτασαν εκεί. Κοίταξε τα κόκκινα παπούτσια που φορούσε και το Χριστουγεννιάτικο δέντρο μπροστά της, Ο χρόνος έμεινε ακίνητος για τόση ώρα που μπορεί να ήταν ένα δευτερόλεπτο ή ένας χρόνος . Ίσως να ήταν και τα δύο για την Γαβριέλα. Αυτό σκέφτηκε ενώ έβγαζε τα κόκκινα παπούτσια από τα πρησμένα πόδια της.
Ήταν πολύ μεγάλη για να πιστεύει στα παραμύθια κι όμως κάτι μέσα της πάντα αντιστεκόταν στην στείρα λογική αυτών που δεν πίστευαν σε τίποτα. Δεν υπάρχει μέση σε αυτό. Ή πιστεύεις ή όχι αποφάνθηκε. Χωρίς αποδείξεις, χωρίς ισολογισμούς, χωρίς γιατί.
Κοίταξε με ένα περίεργο χαμόγελο το Χριστουγεννιάτικο δέντρο μπροστά της. Είχε ελπίσει σε τόσα, είχε επενδύσει τόσα, είχε δώσει όλο της το είναι περιμένοντας αυτόν τον χορό δίπλα στο δέντρο, έτσι όπως λέγανε οι προφητείες και το παραμύθι.
Κρέμασε πρώτα το ένα και μετά το άλλο παπούτσι στο δέντρο. Δεν ήξερε να πει αν ήταν τα φωτάκια που τα έκαναν να δείχνουν πως χορεύουν ή η ίδια τα έβλεπε έτσι μέσα από τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια της.
Και τότε ξαφνικά άρχισε να χορεύει ξανά. Τα ξυπόλυτά της πόδια βρήκαν τον δρόμο για την έξοδο. Χόρευε σαν τρελή μέχρι να φτάσει σπίτι, μέχρι να ξαναπάει στο μπαλκόνι με το μαγικό φυτό. Σωριάστηκε δίπλα του κλαίγοντας και γελώντας. 
Δεν έφταιγε κανείς. Τα νεραιδοπάπουτσα κάνανε αυτό που ήταν προορισμένα να κάνουν. Το ίδιο κι αυτή. Το ίδιο κι ο Σταμάτης. Ήταν λάθος η εποχή, λάθος το μέτρημα. Ένα φεγγάρι δεν έλουσε με το φως του το φυτό της. Θυμήθηκε την μέρα που την άφησε μόνη πρώτη φορά. Για πρώτη φορά στην διάρκεια αυτής της μέρας συνειδητοποίησε πως είχε κρύο. Ανατρίχιασε και άρχισε να τουρτουρίζει.
Ξερίζωσε με τα χέρια της το φυτό που με τόση λαχτάρα ανάθρεψε μονολογώντας και βρίζοντας με τα παγωμένα της δάχτυλα να πονάνε σε κάθε κίνηση. Σηκώθηκε με κόπο κοιτώντας τα χέρια της που ήταν γεμάτα χώματα και τα νύχια της που είχαν μαυρίσει. Το τσάκισε χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά. Δεν μπήκε στον κόπο να το πετάξει. Το άφησε έξω από την γλάστρα του και μπήκε στο σπίτι.
Είχε ζέστη μέσα και όλα την καλούσαν να χαλαρώσει και να αφεθεί. Έκανε ένα ζεστό ντους κι έκατσε στάζοντας ακόμα στον καναπέ του σαλονιού. Ένιωθε άδεια και μόνη. Οι τοίχοι άρχισαν να στενεύουν κι ένιωσε τον γνωστό πόνο στο στομάχι της.
Δεν ήταν σίγουρη τι την έκανε να στραφεί προς την μπαλκονόπορτα. Ίσως ο σιγανός αλλά σταθερός θόρυβος που άκουγε χωρίς να βρίσκει την πηγή του. Ανατρίχιασε βλέποντας τα κόκκινα παπούτσια να χορεύουν μόνα τους πάνω στο τζάμι της κλειστής πόρτας.
Δεν άνοιξε την μπαλκονόπορτα. Τράβηξε τις κουρτίνες και δεν ξανακοίταξε προς τα εκεί. Διάβασε μέχρι αργά, μέχρι που τα μάτια της επιτέλους άρχισαν να κλείνουν.
Ο Σταμάτης άνοιξε την πόρτα για να μπει στο σπίτι. Είδε σαν παραίσθηση δυο κόκκινα παπούτσια να περνάνε μπροστά του, αλλά το θεώρησε σημάδι της συναισθηματικής και σωματικής κούρασης των ημερών. Ακούμπησε τα ψώνια της ημέρας από το σουπερμάρκετ και κοίταξε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο μπροστά του.
Κανείς τους δεν μίλησε γι’ αυτό που συνέβη. Αλλά όλα τα Χριστούγεννα που πέρασαν χώρια η Γαβριέλα χόρευε ακατάπαυστα χωρίς να πλησιάζει ποτέ την μπαλκονόπορτα του σπιτιού της κι ο Σταμάτης άναβε το φως πριν ανοίξει την πόρτα του δικού του…


Η νύφη της άνοιξης



      Η Μάγδα κοίταξε τον συννεφιασμένο ουρανό κι ένα ρίγος διέσχισε το κορμί της. Άνοιξε το παράθυρο κι ο παγωμένος αέρας που μπήκε σφυρίζοντας στο δωμάτιο την έκανε το κλείσει πάλι βιαστικά. Πρώτες μέρες του Μαρτίου κι η άνοιξη πάλευε να νικήσει τον χειμώνα. Ήταν μια μέρα ήττας της άνοιξης κι όχι ο καλύτερος οιωνός για να ξεκινήσεις μια καινούρια ζωή.
Κοίταξε το ταχτοποιημένο δωμάτιο κι ένιωσε ξανά το ίδιο ρίγος να την διαπερνά όταν το βλέμμα της σκάλωσε στις δυο βαλίτσες που βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι. Θα ερχόταν σήμερα να την πάρει για να ξεκινήσουν την κοινή τους ζωή, να πραγματοποιήσουν το όνειρο, να γίνουν ένα. Είχαν αποφασίσει να παντρευτούν , να μοιραστούνε την καθημερινότητα και τις γιορτές, τις χαρές και τις λύπες, να δώσουν το φιλί που είχαν υποσχεθεί ο ένας στον άλλο, το φιλί της ζωής.
Μια ηλιαχτίδα κατόρθωσε να ξεφύγει από τον κλοιό των γκρίζων νεφών και τρύπωσε στο δωμάτιο χαϊδεύοντας τα μαλλιά της Μάγδας κι αλλάζοντας το καταθλιπτικό σκηνικό. Μόλις αυτή γύρισε ξαφνιασμένη, η ηλιαχτίδα ξέφυγε κι έκατσε πάνω στην μια από τις δυο βαλίτσες φωτίζοντάς την. Έτσι είχε έρθει κι αυτός στην ζωή της. Μια απρόσμενη ηλιαχτίδα που φώτισε όλο της το είναι. Χειμώνας ήταν όταν ξεκίνησε η σχέση τους, αλλά αυτή το θυμόταν σαν να ήταν άνοιξη, η δική της προσωπική άνοιξη.
Χαμογέλασε κι ένιωσε να ανθίζει, χυμούς να κυλούν μέσα της, τη ζωή να χτυπά στον σφυγμό της. Το χαμόγελο έγινε σκανδαλιάρικο καθώς πήγε προς την φωτισμένη από την ηλιαχτίδα βαλίτσα. Φαντάστηκε την έκπληξή του και την άνοιξε γελώντας. Έβγαλε προσεχτικά το διπλωμένο άσπρο φόρεμα και το άπλωσε στο κρεβάτι.
Κοίταξε το ρολόι. Είχε αρκετή ώρα μπροστά της για να ετοιμαστεί. Πάντα ήταν έτοιμη πολύ νωρίτερα από την προκαθορισμένη ώρα του ραντεβού τους. Αυτή την φορά θα είχε κάτι να κάνει περιμένοντας τον να φανεί. Φως γέμισε το δωμάτιο καθώς ο ήλιος ξεπρόβαλλε λαμπερός μέσα από τα σύννεφα που υποχωρούσαν γοργά.
Άνοιξε για δεύτερη φορά εκείνο το πρωινό το παράθυρο θέλοντας να ξορκίσει με την ζεστασιά και το φως του ήλιου το κακό προαίσθημα που είχε μέχρι πριν από λίγη ώρα. Έβαλε και τα δυο της χέρια στο περβάζι και ανασήκωσε το κορμί της για να δει καλύτερα έξω. Το βλέμμα της αιχμαλώτισε η ανθισμένη αμυγδαλιά έξω από την πόρτα τους σπιτιού της.
Δεν την είχε προσέξει πριν, αν και την έβλεπε κάθε μέρα. Δεν ήξερε πότε άνθισε και δεν το είχε αντιληφθεί, αλλά της φάνηκε σαν απρόσμενο δώρο, ένα δώρο που ήρθε να συμπληρώσει και να επεκτείνει την εικόνα που είχε στο μυαλό της. Κατέβηκε βιαστικά κάτω και πήγε κατευθείαν στην ανθισμένη αμυγδαλιά. Έκοψε ένα μεγάλο ανθισμένο κλαδί και γύρισε στο σπίτι τραγουδώντας.
Έβαλε το άσπρο φόρεμα στρώνοντας το με τα χέρα της πάνω σο κορμί της και στριφογύρισε μπροστά στον καθρέφτη για να δει ο είδωλό της από όλες τις πλευρές. Ικανοποιημένη από ο αποτέλεσμα πήρε το ανθισμένο κλαδί και το ακούμπησε στο έπιπλο που βρισκόταν κάτω από τον καθρέφτη.
Άρπαξε βιαστικά την βούρτσα κι άρχιζε να χτενίζει τα μακριά μαύρα μαλλιά της μέχρι που τα είδε να γυαλίζουν. Τα έπιασε πίσω δένοντας με μια άσπρη κορδέλα αφήνοντας μπροστά ελεύθερες δυο μακριές τούφες, που άρχισε να πλέκει σε κοτσίδες στερεώνοντας τες σαν στεφάνι γύρω από το κεφάλι της.
Έκοψε το πρώτο ανθάκι και το έβαλε στα πλεγμένα μαλλιά. Συνέχισε μέχρι που στα χέρια της έμεινε το κενό κλαδί. Τα μάτια της έλαμπαν και τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα. Δεν χρειαζόταν να βαφτεί. Κοίταξε το ρολόι. Σε λίγο θα ερχόταν.
Η ώρα περνούσε βασανιστικά αργά κι αυτός δεν εμφανιζόταν. Άρχισε να ανησυχεί. Δεν συνήθιζε να αργεί στα ραντεβού του κι ειδικά σήμερα κάτι σοβαρό έπρεπε να συμβαίνει για να αργήσει τόσο. Τον πήρε τηλέφωνο ξανά και ξανά, αλλά δεν απαντούσε. Η αγωνία της μεγάλωσε. Κάτι θα είχε πάθει. Πόσες φορές του είχε πει να μην τρέχει, να προσέχει.
Ένιωσε το σώμα της να παγώνει στην ιδέα ότι μπορεί να βρισκόταν κάπου πληγωμένος, μόνος, απελπισμένος. Η ανάσα της άρχισε να βγαίνει κοφτή κι η καρδιά της αποσυντονίστηκε. Τα χέρια ης άρχισαν να τρέμουν καθώς προσπάθησε να σκεφτεί που θα έπρεπε να τηλεφωνήσει πρώτα, ποιο νοσοκομείο, που μαθαίνεις τα εφημερεύοντα, ποιος θα μπορούσε να της απαντήσει.
Το τηλέφωνο χοροπήδησε στα χέρια της κι αυτή το σήκωσε μην ξέροντας αν θα πρέπει να γελάσει ή να κλάψει βλέποντας το νούμερό του. Λίγα λεπτά μετά το έκλεισε αφήνοντάς το να γλιστρήσει από τα χέρια της. Σήκωσε μηχανικά ένα ανθάκι που είχε πέσει από τα μαλλιά της και το κοίταξε σαν να το έβλεπε πρώτη φορά.
Ο πόνος βρήκε τον δρόμο στο κορμί της και την δίπλωσε στα δύο νιώθοντας την μαχαιριά στο στομάχι της. Τα δάκρυα κυλούσαν χωρίς να σκουπίζει ενώ η φωνή της έφτανε σαν να ήταν κάποιου άλλου στα αυτιά της. Ένα μονότονο μοιρολόι που την έκανε να θέλει να ουρλιάξει.
Δεν θα ερχόταν. Όχι μόνο σήμερα, όχι μόνο για σήμερα. Δεν θα ερχόταν ποτέ ξανά. Έτσι της είπε. Τα παραθυρόφυλλα που χτυπούσαν την έκαναν να τρέξει να κλείσει βιαστικά το παράθυρο. Ο συνωμότης καιρός άλλαξε πάλι. Ο ήλιος είχε χαθεί και φυσούσε πάλι αυτός ο κρύος βορινός αέρας που πάγωνε όσα άγγιζε. Ήταν τελικά ο βοριάς κι όχι η άνοιξη που μπήκε στην ζωή της σκέφτηκε και γέλασε πικρά.
Πήρε τις δυο βαλίτσες και βγήκε κλειδώνοντας την πόρτα πίσω της. Στάθηκε μπροστά στην ανθισμένη αμυγδαλιά που πάλευε να κρατήσει τα άνθη της κι αφήνοντας κάτω τις αποσκευές, αγκάλιασε σφιχτά τον κορμό της. Ένιωσε να ζαλίζεται κι έσφιξε ακόμα πιο σφιχτά τα χέρια της.
Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε. Δεν ήταν σίγουρη αν είχε λιποθυμήσει καθώς σηκώθηκε από τις ρίζες του δέντρου που βρισκόταν ξαπλωμένη. Σκεπασμένη με τα πονόψυχα άνθη που έριξε κάτω ο δυνατός βοριάς, δεν ένιωθε να κρυώνει. Έμεινε ξαπλωμένη κοιτώντας προς τον ουρανό που είχε καθαρίσει από τα σύννεφα που δεν φέρανε βροχή. Όχι εκεί .
Η αμυγδαλιά ήταν ακόμα στολισμένη κι ας είχε χάσει ένα μεγάλο μέρος από τα λουλούδια της και από την πρωινή της λάμψη. Μια περίεργη γαλήνη γέμισε την Μάγδα καθώς σηκωνόταν αργά από το έδαφος. Πήρε μια χούφτα από τα πεσμένα άσπρα ανθάκια και τα πέταξε στον ουρανό. Έψαξε να βρει την τσάντα της κι έβγαλε από μέσα ένα μικρό μπλοκ με άσπρες σελίδες κι ένα φαγωμένο στυλό.
«Θα είμαι εδώ» έγραψε. «Θα είμαι εδώ κάθε Μάρτη ντυμένη στα λευκά να ξορκίζω τον χειμώνα. Θα είμαι εδώ και θα σε περιμένω. Θα είμαι εδώ να σου θυμίζω την άνοιξη. Όσο ακόμα έχω άνθη θα είμαι εδώ για σένα». Έκοψε το μικρό χαρτάκι και τρυπώντας το, το κάρφωσε στο πιο κοντινό κλαδί.
Κανείς δεν το πρόσεξε όταν την ανακάλυψαν την άλλη μέρα το πρωί. Στις φωτογραφίες που τραβήξανε μετά, το χαρτάκι έδειχνε σαν ένα ακόμα λουλούδι. Η Μάγδα έδειχνε τόσο όμορφη, ντυμένη στα λευκά κάτω από την αμυγδαλιά, που έμοιαζε να κοιμάται. Κανείς δεν ήξερε τι είχε συμβεί. «Η νύφη της άνοιξης» την αποκάλεσαν στις ειδήσεις το ίδιο μεσημέρι. 

Το κλειδί





Ο Νίκος κοίταξε με ικανοποίηση το αποτέλεσμα του κόπου του. Το παλιό σεκρετέρ , πάντα ξεκλείδωτο και σε κοινή θέα, δεν έδειχνε να έχει αλλάξει σε τίποτα. Χάιδεψε το μικρό χρυσό κλειδί βάζοντας το χέρι του μέσα στην τσέπη του παντελονιού του και χαμογέλασε.
Το μόνο που θα μπορούσε να προδώσει την ύπαρξη της κρυψώνας ήταν το κλειδί , που έδινε πρόσβαση σ’ αυτήν. Αλλά δεν σκόπευε να το κρατήσει επάνω του. Αν και καχύποπτος και επιφυλακτικός απέναντι στους ανθρώπους, είχε αποφασίσει να το εμπιστευτεί στα χέρια κάποιου άλλου, στα χέρια της γυναίκας που τον έκανε να σκεφτεί αυτό το τέχνασμα.
Έβγαλε το κλειδί από την τσέπη του κι άνοιξε το μικρό κρυφό συρτάρι του σεκρετέρ. Έβγαλε την χρυσή αλυσίδα με το μενταγιόν που είχε αγοράσει πριν από λίγες μέρες γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό και το ξανακλείδωσε προσεχτικά, βάζοντας στην συνέχεια μπροστά του το κανονικό συρτάρι που το έκρυβε.
Πέρασε το κλειδί στην αλυσίδα μαζί με το μενταγιόν και το έριξε μέσα στην τσέπη του ξανά. Ήταν πέρα από ένα κόσμημα κι ήξερε πως αυτή θα το καταλάβαινε. Θα της το έδινε το ίδιο κιόλας απόγευμα που θα την συναντούσε.
Ήταν ακόμα μεσημέρι και κοιτώντας το ρολόι ένιωσε την ανυπομονησία του να φουντώνει. Δεν θα την έβλεπε πριν περάσουν εφτά ώρες ακόμα , αλλά θα την συναντούσε ακόμα κι αν ερχόταν η συντέλεια του κόσμου. Το ρολόι τον κορόιδεψε κουνώντας αργά τους λεπτοδείκτες του.
Η Ζωή κοιτούσε το κινητό της κάθε δυο λεπτά ενώ η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Από το πρώτο τους ραντεβού μέχρι σήμερα δεν την εγκατέλειπε αυτή η ευδαιμονία σκεπασμένη με αυτήν την παράξενη αίσθηση , πως κάθε φορά θα ήταν η τελευταία. Δεν είχε λόγο να αμφισβητεί την αγάπη του, αλλά κάτι στον τρόπο που την κοιτούσε μερικές φορές την έκανε να φοβάται πως θα τον χάσει.
Το τηλέφωνο χτύπησε κι είδε τον αριθμό του στην οθόνη του κινητού και το όνομα που φώναζε στα όνειρά της. Φόρεσε βιαστικά το μπουφάν της, πήρε βιαστικά την τσάντα της , έβγαλε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και σήκωσε το τηλέφωνο. «Σε δυο λεπτά θα είμαι στο γνωστό σημείο» του είπε πριν ακούσει την φωνή του. Τον άκουσε να γελάει και γέλασε χαρούμενη κι αυτή με μια ανακούφιση που δεν μπόρεσε να κρύψει.
Είδε τα φώτα του αυτοκινήτου να λάμπουν σαν πυγολαμπίδες στο σκοτάδι καθώς πλησίαζε προς το συμφωνημένο μέρος. Σταμάτησε δίπλα του και άνοιξε το παράθυρο. Χαμογέλασαν ζεσταίνοντας με τις ανάσες τους την απόσταση. Ξεκίνησε αυτός κι αυτήν τον ακολούθησε, όπως κάθε φορά. Σταμάτησαν λίγα μέτρα μετά. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο και μπήκε στο δικό του αστράφτοντας από έρωτα και χαρά.
Ο Νίκος οδήγησε το αυτοκίνητο λίγα μέτρα πιο πέρα, χωρίς να αφήνει το χέρι της Ζωής όσο άλλαζε ταχύτητες και χωρίς να σταματά να την κοιτά κλεφτά και φανερά μέχρι που σταματήσανε στο γειτονικό δασάκι, το αγαπημένο τους μέρος. Πριν σβήσει καλά καλά η μηχανή, την είχε στην αγκαλιά του και βυθιζόταν στο φιλί που ζητούσε να σβήσει την μοναξιά τους.
Καθόταν αγκαλιά στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου όταν ο Νίκος έβγαλε αιφνιδιαστικά την αλυσίδα με το μικρό κλειδί από την τσέπη του και χωρίς να πει τίποτα της την κρέμασε στο λαιμό. Είδε το κλειδί να αστράφτει ανάμεσα στα στήθη της και βεβαιώθηκε ακόμα μια φορά για την επιλογή του πριν αρχίσει να της μιλάει.
«Αυτό το κλειδί ανοίγει το συρτάρι που έχω κρύψει ό,τι πιο πολύτιμο έχω στον κόσμο. Δεν είναι πολλά, αλλά όσα έχω είναι δικά σου» της είπε. «Σου εμπιστεύομαι το κλειδί και την καρδιά μου γιατί ξέρω πως θα τα κρατήσεις το ίδιο σφιχτά πάνω σου ό,τι κι αν συμβεί» συνέχισε χαιδεύοντας με τα ακροδάχτυλά του την απαλή επιδερμίδα που πάνω της αναπαυόταν το πολύτιμο κλειδί του.
Η Ζωή ένιωσε το χρυσό κλειδάκι να καίει την επιδερμίδα της, όπως και το χάδι του. Άπλωσε τα τρεμάμενα από την συγκίνηση χέρια της κι έπιασε το μικρό κλειδί με το ένα ενώ με το άλλο έφερε το χέρι του σταθερά πάνω στο μέρος της καρδιάς της. «Όσο χτυπάει αυτή η καρδιά που νιώθεις κάτω από την παλάμη σου, θα προστατεύω το κλειδί και την δική σου καρδιά. Θα περιμένω να μου ζητήσεις να ανοίξω το συρτάρι ή να στο επιστρέψω».
Λίγες μέρες μετά οδηγώντας βιαστικά για να τον συναντήσει ξανά, έγινε το μοιραίο. Έχασε, άγνωστο πως, τον έλεγχο του αυτοκινήτου κι έπεσε σ’ ένα χαντάκι. Τον πήρε τηλέφωνο μόλις κατόρθωσε να βγει. Πήγε στο νοσοκομείο για να ανακαλύψουν πως είχε πάθει μια ζημιά στον αυχένα που θα την ακολουθούσε για καιρό. Γυρίζοντας στο σπίτι της το ίδιο βράδυ, την ώρα που προσπαθούσε να βάλει το κολάρο που της σύστησαν οι γιατροί, ανακάλυψε έντρομη πως είχε χάσει το κλειδί.
Είχε προλάβει στο μεσοδιάστημα να εξερευνήσει το μυστικό συρτάρι και τους θησαυρούς που έκρυβε. Ήξερε, χωρίς να της το έχει πει, πως δεν είχε άλλο κλειδί. Η καρδιά της πόνεσε περισσότερο από τον αυχένα και το χτύπημα ήταν μεγαλύτερο από αυτό του ατυχήματος. Το είχε χάσει. Της το εμπιστεύτηκε κι αυτή το έχασε. Δεν ήξερε πώς να του το πει.
Μάζεψε όλο της το θάρρος και του τηλεφώνησε. «Το έχασα» το είπε «έχασα το κλειδί σου». Για αρκετή ώρα αυτός δεν μίλησε. Τελικά της αποκρίθηκε «δεν πειράζει, δεν φταις εσύ. Εγώ φταίω που σου το εμπιστεύτηκα». Το τηλέφωνο σίγησε κι η καρδιά της σταμάτησε.
Την επόμενη μέρα βρήκε μπροστά στο σπίτι της το παλιό σεκρετέρ. Το έβαλε μέσα βρίζοντας ενώ καταριόταν την αδυναμία που της έφερε το ατύχημα. Το έβαλε στο σαλόνι και τράβηξε προσεκτικά το συρτάρι που ήταν μπροστά από την κρυψώνα. Η μικρή κλειδαριά την έκανε να πονέσει αναπάντεχα. Έπρεπε να το βρει. Όσο καιρό κι αν έπαιρνε, όσο κι αν κόστιζε. Έπρεπε να το βρει.
Πέρασε ένας χρόνος. Η Ζωή κάθε μέρα σηκωνόταν κι κατέστρωνε ένα καινούριο σχέδιο δράσης. Κάθε μέρα έψαχνε σε όλο τον κόσμο, ρωτούσε, σύγκρινε, προσπαθούσε ασταμάτητα, αλλά κανένα κλειδί δεν ταίριαζε, κανένα κλειδί δεν μπορούσε να ανοίξει την κλειδαριά που της έδειχνε τι είχε χάσει.
Γυρίζοντας ένα βράδυ από τις άσκοπες περιπλανήσεις της, σκόνταψε λίγο πριν την είσοδο του σπιτιού της σ’ ένα μικρό αντικείμενο. Έσκυψε να το μαζέψει κι έμεινε να το κοιτάει χωρίς να πιστεύει στα μάτια της. Το περιβόητο κλειδί ήταν εκεί. Ήταν εκεί μπροστά στα μάτια της τόσο καιρό κι αυτή δεν το έβλεπε.
Το πήρε σπίτι , το καθάρισε, το γυάλισε και με τα χέρια της να τρέμουν το έβαλε στην κλειδαριά. Ταίριαζε τέλεια. Χωρίς να ανοίξει το συρτάρι , έψαξε ανυπόμονα στα παλιά της κοσμήματα να βρει μία αλυσίδα. Δεν του τηλεφώνησε. Θα πήγαινε την άλλη μέρα από το σπίτι του φορώντας το.
Δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ κι οι ώρες κυλούσαν αργά. Μόλις ξημέρωσε πήγε να τον βρει. Είχε σχεδόν συνηθίσει στα αδιάφορα βλέμματα και στην απαξιωτική συμπεριφορά του, αλλά ήταν σίγουρη πως όλα θα άλλαζαν όταν θα την έβλεπε σήμερα. Χτύπησε ανυπόμονα την πόρτα για άλλη μια φορά και βρέθηκε μπροστά του χαμογελώντας όταν αυτός την άνοιξε.
Την κοίταξε για αρκετή ώρα χωρίς να ξεκολλάει το βλέμμα του από το κλειδί. Κάθισε μπροστά στο καινούριο του γραφείο και χωρίς να μιλήσει έβγαλε από το συρτάρι ένα μικρό κλειδί, ίδιο μ’ αυτό που είχε περασμένο στην αλυσίδα στον λαιμό της. Το ακούμπησε πάνω στο γραφείο και την κοίταξε περιπαικτικά.
Η Ζωή ένιωσε να ζαρώνει και να μικραίνει. Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη της κι έμεινε να κοιτάει το μικρό χρυσό κλειδί χωρίς να καταλαβαίνει τι γίνεται. Ο σφυγμός της ανέβηκε όταν σκέφτηκε όλο αυτόν τον χρόνο που έψαχνε να βρει το κλειδί και πόσο της στοίχισε η απώλειά του. Λίγα λεπτά μετά είχε εξαφανιστεί αφήνοντας το κλειδί ακριβώς δίπλα στο κρυφό δίδυμό του.
Ο Νίκος γέλασε πικρά κοιτάζοντας τα δίδυμα κλειδιά. Είχε και τα δύο κλειδιά τελικά. Αλλά δεν είχε τι να ανοίξει. Έβαλε τα κλειδιά στην τσέπη του παντελονιού του και συνέχισε την δουλειά που έκανε πριν να εμφανιστεί η Ζωή.

Το όνειρο




«Τι ονειρεύεσαι;» την ρώτησε, ενώ ξεκουραζόταν στην αγκαλιά του μετά τον έρωτα.
«Συννεφιασμένο ουρανό, που μέσα από τα κενά του γκρίζου, το φως του ήλιου τρυπώνει δημιουργώντας φανταστικούς προβολείς προς την γη» του απάντησε γυρίζοντας το κεφάλι της για να αντικρύσει τα μάτια του.
«Και τι ονειρεύεσαι;» συνέχισε εκείνος το παιχνίδι που του είχε μάθει χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει.
«Έχουμε αφήσει το αυτοκίνητο κάπου πιο πέρα και περπατάμε με τα χέρια δεμένα μέχρι να φτάσουμε στο μικρό λιμανάκι. Με στηρίζεις και με προσέχεις καθώς περπατάμε κι εγώ σε ακολουθώ χωρίς να ρωτάω τίποτα. Είναι αρχές Απρίλη κι έχει ακόμα αρκετό κρύο, αλλά φτάνοντας βγάζεις το μπουφάν σου και το απλώνεις κάτω για να κάτσουμε. Κάθεσαι από πίσω μου και με τυλίγεις με πόδια και με χέρια κρατώντας με σφιχτά στην αγκαλιά σου καθώς νιώθεις το τρέμουλο του κορμιού μου».
«Και τι ονειρεύεσαι;» ρώτησε ξανά κοιτώντας την για πρώτη φορά από την ώρα που άρχισαν να μιλάνε.
«Νιώθω την ζεστασιά σου ακόμα και πάνω από την ζακέτα που δεν μ’ άφησες να βγάλω. Ακούω την καρδιά σου να χτυπά καθώς παραδίνομαι στην σιγουριά της αγκαλιάς σου. Στρέφω το κεφάλι μου προς τα σένα για να ανταμώσω τα χείλη σου. Ακουμπούν απαλά πάνω στα δικά μου. Ζεστά, υγρά, φιλήδονα χείλη που κάθε φορά στέλνουν θερμά κύματα σε όλο μου το κορμί. Νιώθω την άκρη από το μουστάκι σου να με τσιμπάει ελαφρά καθώς απομακρύνεις τα μαλλιά μου για να φιλήσεις τον λαιμό μου. Ανάμεσα στους μηρούς μου μια θάλασσα γεννιέται , εκεί απέναντι από την άλλη , που ακούμε τα κύματά της να σκάνε λίγα μέτρα μόλις από το σημείο που είμαστε εμείς. Το νιώθεις την ώρα που με γέρνεις στο πλάι σκεπάζοντάς με με το κορμί σου».
«Και τι ονειρεύομαι;» ρωτάει μόνη της καθώς αυτός έχει σιωπήσει και νιώθει στο τέντωμα του κορμιού του, την ασπίδα που σηκώνεται.
«Τα χέρια σου απομακρύνουν κάθε εμπόδιο για να μπεις στο κορμί μου που πάλλεται ζητώντας να ενωθεί με σένα. Μπαίνεις μέσα μου με την σιγουριά, την γνώση και την βεβαιότητα, πως σε περιμένω τόσο ανυπόμονα, πως σε θέλω τόσο παθιασμένα, πως θα βρεις την ζεστασιά που δίνεις. Με την οικειότητα των εραστών, που δεν θυμούνται πόσες φορές έχουν κάνει έρωτα, που έχουν χάσει το μέτρημα της ηδονής, με οδηγείς εκεί ψηλά, στην κορυφή του κύματος, εκεί που θα σ’ ανταμώσω χάνοντας τον εαυτό μου, συναντώντας το «εμείς» την στιγμή που θα χυθείς μέσα μου σαν ορμητικό ποτάμι. Σε κρατώ σφιχτά στην αγκαλιά μου μέχρι να εξαφανιστεί κι ο τελευταίος σπασμός, ρουφώντας μέχρι την ύστερη σταγόνα , γεμίζοντας ολόκληρη από σένα, απόλυτα δοσμένη στην υπέροχη αίσθηση να είμαι ξέχειλη από το ζωοδόχο υγρό, που παλεύει να φτάσει στην μήτρα μου».
«Και τι ονειρεύομαι;» συνεχίζει τον μονόλογο καθώς το βλέμμα του δεν ακουμπά πλέον πάνω της.
«Εκείνη την ώρα αρχίζει και βρέχει. Μια ζεστή ανοιξιάτικη βροχή, πυκνή και δυνατή. Ανασηκώνεις το κορμί σου και με κοιτάζεις στα μάτια ενώ η βροχή κυλά πάνω σου κι εγώ βλέπω τον ήλιο μέσα τους. Ακουμπάς στους αγκώνες σου και κρατάς το κεφάλι μου ανάμεσα στις παλάμες σου πριν σκύψεις να πιεις νερό από τα χείλη μου. Μπαίνεις ξανά μέσα μου ορμητικά , ενώ η βροχή μας μαστιγώνει. Με φέρνεις επάνω σου με μια κίνηση και βλέπεις το κορμί μου να γυαλίζει, τις ρώγες από τα πρησμένα στήθη μου τεντωμένες , καθώς ανεβοκατεβαίνω πάνω σου. Με πιάνεις από τους γοφούς που γλιστράνε στον άγγιγμα και μου δίνεις τον ρυθμό σου για να φτάσουμε ξανά, εκεί, στην άκρη του ουρανού. Η βροχή σταματάει ξαφνικά, έτσι ξαφνικά όπως άρχισε».
«Και τι ονειρεύομαι;» ρωτάει τον εαυτό της μια κι εκείνος δείχνει πλέον να μην ακούει ενώ κρατά τα μάτια του ερμητικά κλειστά.
«Μου ζητάς να ξαπλώσω και να κλείσω τα μάτια. Νιώθω κάτι απαλό να περνάει από τα χείλη μου και να διασχίζει το κορμί μου σταματώντας πάνω στην κοιλιά μου. Κάτι με τσιμπάει ελαφρά καθώς ακούω την φωνή σου να μου λέει να ανοίξω τα μάτια. Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο λάμπει σαν πολύτιμο πετράδι λίγο πιο κάτω από τον αφαλό μου.  Εσύ χαμογελάς καθώς σκύβεις και φιλάς την τρυφερή επιδερμίδα δίπλα του».
«Μην ονειρεύεσαι» της είπε ο Σταύρος ανοίγοντας τα μάτια. «Δεν μπορώ να σε ακολουθήσω σ’ αυτό το όνειρο, ούτε να το πιστέψω πια. Είναι πολύ αργά. Και για το όνειρο και για μας».
Η Βέρα σηκώθηκε από το κρεβάτι και στάθηκε όρθια μπροστά στο παράθυρο. Κοίταξε την κοιλιά της και την χάιδεψε προστατευτικά καθώς είδε τα σημάδια από τα αγκάθια κάτω από τον αφαλό της…

Το τσιρότο




Πώς φτάσαμε ως εδώ; Αναρωτήθηκε η Φιλομένη ενώ σκούπιζε τα δάκρυα που κυλούσαν χωρίς σταματημό από τα μάτια της. Τι ήταν πιο σημαντικό από την αγάπη; Τι ήταν πιο πολύτιμο από το όνειρο που άφησαν να φύγει μέσα από τα χέρια τους; Πόσο έπρεπε να πληρώσουν γι’ αυτόν τον έρωτα; Πόσο καιρό ακόμα θα άντεχε;
Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Δεν τολμούσε να γυρίσει να τον κοιτάξει για να μην δει το αδιάφορο βλέμμα του. Δεν τολμούσε να του μιλήσει γιατί ό,τι κι αν έλεγε δεν οδηγούσε παρά σε ατελείωτες παρεξηγήσεις. Δεν τολμούσε να τον αγγίξει γιατί φοβόταν μην απορρίψει το χάδι της. Δεν τολμούσε τίποτα πια.
Είχε εξαντλήσει κάθε τρόπο να τον πλησιάσει ξανά. Κι είχε εξαντληθεί. Δεν είχε δύναμη ούτε να αναπνεύσει. Η ανάσα της ήταν αυτός. Κι αυτός ήταν απών. Η απουσία του γινόταν πιο έντονα αισθητή όταν ήταν μαζί. Είχε μείνει μόνη.
Δεν είχε φοβηθεί ποτέ κανέναν στην μέχρι σήμερα ζωή της. Εδώ και λίγο καιρό όμως φοβόταν αυτόν, τον μέχρι χθες άντρα, σύντροφο, εραστή και φίλο της. Της είχε ζητήσει να ακουμπήσει επάνω του όλη της την ύπαρξη, να βρει στήριγμα και απάγκιο στην αγάπη του. Κι αυτή για πρώτη φορά στην ζωή της, άφησε τον εαυτό της έρμαιο στα χέρια και στην καρδιά του.
Πονούσε τόσο που χρειαζόταν να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να σηκωθεί από το κρεβάτι της το πρωί. Κι όταν τελικά τα κατάφερνε προσπαθούσε να οπλιστεί με αισιοδοξία, να σηκώσει την ασπίδα της αγάπης, να πάρει για ξίφος την ελπίδα και να χαράξει μια καινούρια μέρα γι’ αυτούς. Την έβγαζε εκτός μάχης όλο και πιο εύκολα, όλο και πιο γρήγορα.
Τον εμπιστευόταν απόλυτα και δεν αμφέβαλλε ποτέ για την δύναμη της αγάπης τους. Όσα κι αν είχαν γίνει μεταξύ τους δεν μπόρεσαν να το αλλάξουν αυτό. Δεν εμπιστευόταν όμως τον εαυτό της πια. Ο έρωτάς της είχε γίνει μια μαύρη τρύπα που ρουφούσε όλη της την ενέργεια και την άφηνε ξέπνοη να ψάχνει τρόπο να επιβιώσει στην καθημερινότητά της. Συχνά δεν τα κατάφερνε.
Χρόνια είλωτας του εφιάλτη και της αϋπνίας είχε βρει στην αγκαλιά του το φάρμακο που χρειαζόταν. Αυτό το φάρμακο έγινε φαρμάκι από εκείνην την πρώτη φορά, που την άφησε μόνη. Κι αυτή συνέχιζε να φαρμακώνεται έκτοτε χωρίς να μπορεί να βρει τον δρόμο της επιστροφής.
Άρχισε να πίνει. Στην αρχή λίγο για να χαλαρώσει, μετά λίγο περισσότερο για να κοιμηθεί, μετά ακόμα περισσότερο για να μην βλέπει εφιάλτες, μετά άσκοπα για να βγάλει την βραδιά. Η μοναξιά ήταν σκληρή πάντα, αλλά τώρα ήταν αβάσταχτη κι αυτός έδειχνε να το αγνοεί.
Είχε την πεποίθηση πως ότι κι αν συνέβαινε θα μπορούσαν να το συζητήσουν και να το λύσουνε μαζί. Είχε πολλά χρόνια που πίστευε πως τα ανείπωτα στοιχειώνουν μυαλό, καρδιά και ψυχή και διαγράφουν μονοκονδυλιά όσα έχουν γίνει ή ειπωθεί πριν. Και τώρα ανακάλυπτε έντρομη πως δεν μπορούσε να του μιλήσει.
Σαν όμηρος με το τσιρότο στο στόμα, αγωνιζόταν να αναπνεύσει και τα λόγια της χανόταν καθώς το μόνο που ακουγόταν ήταν άναρθρες κραυγές. Τον κοιτούσε προσπαθώντας να πει με τα μάτια όσα το φιμωμένο της στόμα δεν μπορούσε, αλλά αυτός δεν τα έβλεπε. Κι όταν τα έβλεπε δεν ήθελε να διαβάσει αυτά που του έλεγαν.
Τράβηξε δυνατά το τσιρότο από τα χείλη της προσπαθώντας να απελευθερώσει τις φυλακισμένες λέξεις, τις προτάσεις , τα συναισθήματα, την αγάπη . Το τράβηξε βίαια κι έμεινε για ώρα κοιτώντας το λερωμένο με αίμα αυτοκόλλητο.
Σήκωσε τα τρεμάμενα χέρια της στο πρόσωπό της ψηλαφώντας απαλά σαν τυφλός που ψάχνει να μάθει με την αφή καινούρια μονοπάτια. Ανατρίχιασε από την φρίκη επιβεβαιώνοντας με την αφή αυτό που η όραση της έδειχνε.
Πήρε το ματωμένο τσιρότο που πάνω του ήταν κολλημένα τα χείλη της στο ύστερο φιλί και το έβαλε στην τσάντα της. Έβγαλε το άχρηστο κραγιόν, ζωγράφισε μ' αυτό στον καθρέφτη του μπάνιου το φιλί που θα του έδινε, έγραψε τις λέξεις που θα του έλεγε και το πέταξε στο καλάθι των αχρήστων. Έφυγε προτού να ξημερώσει.

Ο μαγικός καθρέφτης




        Ο Στράτος γύρισε κουρασμένος στο άδειο σπίτι. Έβγαλε βιαστικά τα παπούτσια και τις κάλτσες του, τράβηξε με μια απότομη κίνηση το λεπτό φούτερ πετώντας το στην καρέκλα, αποδεσμεύτηκε με μια κίνηση από το τζιν παντελόνι αφήνοντάς το στο πάτωμα κι έμεινε με τα εσώρουχα.
Άνοιξε το ψυγείο ψάχνοντας κάτι να φάει. Είχε πάλι ξεχάσει να εφοδιαστεί με τα απαραίτητα κι αυτό από την μία τον έκανε να θυμώνει με τον εαυτό του και από την άλλη του δημιουργούσε ένα αίσθημα παραίτησης. Η βαριά μυρωδιά από τρόφιμα ξεχασμένα του χτύπησε την μύτη και τον έκανε να το κλείσει βιαστικά, αφού έβγαλε πρώτα μία παγωμένη μπύρα.
Έψαξε στα ράφια να βρει κάτι φαγώσιμο , κάποια ξεχασμένη κονσέρβα, κάποιο από τα εύκολα έτοιμα φαγητά, αλλά δεν βρήκε τίποτα. Σήκωσε το κινητό του για να παραγγείλει κάτι απ’ έξω όταν διαπίστωσε πως είχε τελειώσει η μπαταρία του. Βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του κι ετοιμάστηκε να το βάλει να φορτίσει , όταν άξαφνα το φως έσβησε.
«Ωραία, πιάσαμε πάτο» μούγκρισε ενώ έψαχνε στα τυφλά τον αναπτήρα του. Άνοιξε το ντουλάπι κι έβγαλε ένα κερί. Το άναψε με τον αναπτήρα κι άναψε μ’ αυτό το τσιγάρο που κρεμόταν εδώ και λίγη ώρα στα χείλη του. «Κομμένη η επικοινωνία με τον έξω κόσμο» σκέφτηκε «και με τον μέσα» άκουσε μια φωνή να μουρμουρίζει, την δική του βραχνή από τα τσιγάρα φωνή.
Στάθηκε για μια στιγμή αναποφάσιστος μπροστά στην ντουλάπα . Θα έπρεπα να ντυθεί και να βγει έξω. Να μην μείνει μόνος. Η μοναξιά είναι κακός σύμβουλος όταν σε τυλίγει το φως των κεριών. Δεν είχε όμως νόημα να πάει κάπου έξω. Κι εκεί φυλακισμένος στο ίδιο κλουβί θα ήταν, στο κλουβί που μόνος άνοιξε την πόρτα για να μπει πιστεύοντας πως θα έμπαινε στον Παράδεισο.
Πήρε το κερί και στάθηκε μπροστά στον παλιό καθρέφτη. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει και το γκρίζο τους ταίριαζε με την διάθεσή του κι αυτήν την παραίτηση στα χείλη και στα μάτια. Πολεμούσε για να αναπνεύσει κι αυτή η μάχη τον εξαντλούσε. Τράβηξε μια μεγάλη τζούρα από το τσιγάρο και καθώς πήγε να το τραβήξει με το αριστερό του χέρι κόλλησε στα χείλη του κι έπεσε κάτω. Το παρατήρησε για λίγο να αργοσβήνει χωρίς να έχει την δύναμη ούτε να θυμώσει , όταν με την άκρη του ματιού του έπιασε μια κίνηση στον καθρέφτη.
Σήκωσε τα μάτια του και έκπληκτος είδε αντί για το είδωλό του μια γυναίκα. Ακούμπησε δίπλα του το κερί και κοίταξε ξανά κλεφτά σίγουρος πως είχε παραισθήσεις από την κούραση, την πείνα και τον ατελείωτο εκνευρισμό. Η γυναίκα ήταν ακόμα εκεί με κι άπλωνε το χέρι της προς το μέρος του χαμογελώντας τρυφερά. Έκανε ένα βήμα πίσω κι είδε το χαμόγελο της να μεγαλώνει.
Κάτι ξεχασμένο ξύπνησε μέσα του στην θέα αυτού του χαμόγελου. Κάτι που είχε θάψει μαζί μ’ εκείνη την πλευρά του εαυτού του που πίστευε πως είχε χάσει για πάντα κι ήταν η αιτία που συμβιβάστηκε. Συμβιβάστηκε γιατί δεν πίστευε πως μπορούσε να αλλάξει ούτε καν τον ίδιο του τον εαυτό. Κοίταξε ξανά την γυναίκα στον καθρέφτη και θυμήθηκε.
Άξαφνα άναψαν όλα τα φώτα κι η μουσική από το ράδιο που έπαιζε στη διαπασών το «Wonderful tonight” του Clapton , αντί να τον συνεφέρει τον γύρισε πίσω. Τότε που έπαιζε μουσική. Τότε που έγραφε μουσική. Τότε που ήξερε να εκφράζει τα συναισθήματά του. Τότε που δεν ήταν γρανάζι αλλά μηχανή στον τροχό του χρόνου. Βρήκε την ξεχασμένη κιθάρα του και την πήρε στην αγκαλιά του τρυφερά κοιτώντας τον καθρέφτη , που δεν έδειχνε τίποτα άλλο πια, παρά το είδωλό του.
Τα δάχτυλα, ο καρπός, το χέρι του μέχρι επάνω στον ώμο πιάστηκαν σχετικά σύντομα, αλλά αυτός συνέχισε να παίζει μέχρι που η θύμηση με το σήμερα έγιναν ένα. Ήταν καλός. Όπως σε οτιδήποτε αφιέρωνε τον εαυτό του ή έστω ένα μέρος του. Το ήξερε και τότε και τώρα. Τώρα όμως δεν υπήρχε κάτι ή κάποιος να τον ενθαρρύνει, να τον κάνει να νιώθει μοναδικός, όπως τότε.
Ξύπνησε περίεργα ορεξάτος και κεφάτος το άλλο πρωινό. Του άρεσε η δουλειά του αν και εδώ και καιρό δεν αντιμετώπιζε προκλήσεις τέτοιες , που να τον κάνουν να αισθάνεται πως πραγματικά κάνει κάτι αξιόλογο . Αυτό ίσως ήταν που τον έκανε να αισθάνεται ημιτελής. Αυτό καθώς και όλα τα όνειρα που άφησε στην μέση, την μουσική, τον έρωτα, ακόμα και τον γάμο του.
Έφυγε για το πρώτο ραντεβού της ημέρας με μια αίσθηση παραίτησης κι αδιαφορίας. Ήξερε εκ των προτέρων πως θα εξελισσόταν. Ήξερε τις απαιτήσεις του πελάτη, ήξερε τον χρόνο αποκατάστασης, ήξερε τον χρόνο που θα ξόδευε για να δικαιολογήσει το συμβόλαιο που είχε με την εταιρεία που δούλευε. Όλα ήταν προκαθορισμένα. Μέχρι που έφτασε εκεί.
Την είχε δει πολλές φορές μέχρι εκείνη την μέρα, αλλά τίποτα δεν τον είχε προετοιμάσει για την έκπληξη. Την αναγνώρισε όχι όταν τον κοίταξε, ούτε όταν του χαμογέλασε , αλλά από μια στιγμή που έκλεψε απ’ αυτήν, την στιγμή που αντίκριζε τον καθρέφτη του χρόνου τεντώνοντας το κορμί της νωχελικά για να διώξει την ένταση της ημέρας. Τότε την είδε πραγματικά για πρώτη φορά. Εκείνη την στιγμή κατάλαβε πως είναι η γυναίκα του καθρέφτη.
Λίγους μήνες μετά οι συναντήσεις μέσω του καθρέφτη έγιναν πιο τακτικές, όλο και πιο τακτικές κι αυτό του δημιούργησε μια ανάγκη που δεν ήξερε πως υπήρχε. Την ανάγκη να γυρίσει πίσω τον χρόνο και να βρει τον χαμένο του εαυτό, την ανάγκη να εκφράσει τα συναισθήματά του και να εκφραστεί μέσω αυτών, την ανάγκη να είναι ο άντρας που ονειρεύτηκε να είναι.
Δεν σκόπευε να της μιλήσει για όσα αισθανόταν γι’ αυτήν. Ούτε έλπιζε πως ο καθρέφτης θα είχε κάτι να του δείξει εκτός από την απόρριψη του ονείρου. Εκείνο το βράδυ όμως, κάτι τον έσπρωξε να βγει από το καβούκι του, να αφήσει τους ενδοιασμούς και τις φοβίες και να της πει πως την αγαπάει. Δεν περίμενε τίποτα εκτός από το να χάσει ακόμα κι εκείνες τις κλεμμένες στιγμές που έβλεπε τον εαυτό του στα μάτια της.
Η εξέλιξη ήταν μαγευτική και αναπάντεχη. Σαν πραγματικό είδωλο του ίδιου, του επέστρεψε όλο το πάθος, την αγάπη, τον έρωτα , τα κλειδωμένα συναισθήματα , επεκτείνοντας και εντείνοντας την αίσθηση πως το άλλο του μισό ήταν εκεί, απέναντι στο μαγικό καθρέφτη ,απέναντι σ’ αυτό το χαμόγελο, απέναντι στην κρυμμένη ομορφιά της ψυχής του.
Μετά από πολλά χρόνια, άφησε τον εαυτό του ελεύθερο και αφέθηκε χωρίς αλεξίπτωτο, χωρίς πυξίδα, χωρίς προφυλάξεις σ’ αυτόν τον έρωτα που του έδειχνε πως δεν είναι μόνος, πως αυτό που ονειρευόταν υπήρχε, πως αυτό που περίμενε δεν ήταν ουτοπία. Σαν πρωτόβγαλτος ναυτικός, μαγεύτηκε από την απύθμενη και απέραντη θάλασσα των αισθήσεων και των παραισθήσεων που προκαλεί η παρατεταμένη επαφή με το ταξίδι στο απέραντο γαλάζιο, εκεί που δεν ξεχωρίζεις αν είναι ο ουρανός ή η θάλασσα που διαγράφει τον ορίζοντα του μέλλοντος.
Αν δεν ήταν τόσο ρασιοναλιστής, θα πίστευε πως του είχαν κάνει μάγια. Αν δεν ήταν τόσο ρεαλιστής , θα πίστευε πως ζούσε στο όνειρο. Αν δεν είχε τόσα αγκάθια αυτός ο έρωτας, θα πίστευε πως το κόκκινο τριαντάφυλλο που της έδωσε θα έφτανε για να προδιαγράψει ένα αύριο γεμάτο ροδοπέταλα. Όμως δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά, δεν μπόρεσε να γίνει ακόμα κι όταν θέλησε να ξεχάσει ποιος ήταν και γιατί. Η αμφιβολία ήταν πιο δυνατή από την πίστη.
Πέρασε πολλά βράδια κοιτώντας, ερευνώντας, αναλύοντας κάθε εικόνα που περνούσε μπροστά του στον μαγικό καθρέφτη. Κάθε φορά που σήκωνε το κερί για να την δει απέναντι του ανακάλυπτε και κάποια ατέλεια στο χαμογελαστό είδωλο. Και κάθε φορά θύμωνε με τον εαυτό του που έψαχνε για ψεγάδια, όσο και με την γυναίκα που δεν τα έκρυβε ,αλλά αντιθέτως τα τόνιζε φέρνοντας τα πιο κοντά στο φως.
Τον πονούσε και τον διέλυε αυτή η διαδικασία όσο και την γυναίκα , που μέρα με την μέρα έβλεπε να χάνει το χαμόγελο και τα άστρα των ματιών της. Κάτι μέσα του αντιστεκόταν στο παραμύθι με το αίσιο τέλος, στο δικό τους παραμύθι που θα τους έφερνε μαζί, όχι απέναντι , αλλά δίπλα τον έναν στον άλλο. Ένας αντικατοπτρισμός δεν μπορεί να γίνει ποτέ πραγματικότητα σκεφτόταν και ο καθρέφτης δείχνει τα πράγματα αντεστραμμένα, τόσο τα καλά όσο και τα κακά.
Άπλωσε τα χέρια του να την αγγίξει και την είδε να κάνει το ίδιο από την άλλη πλευρά. Τα χέρια τους ενώθηκαν εικονικά, πάνω στον κρύο καθρέφτη, τον μέχρι τότε παράθυρο στον έρωτα, το σύνορο της επαφής τους και τώρα το εμπόδιο ανάμεσά τους. Ήθελε την ζεστασιά της αλλά εισέπραττε μόνο την παγωνιά της απόστασης. Χτύπησε θυμωμένος τις γροθιές του στον καθρέφτη.
Θα καταλάβαινε την ρωγμή ακόμα κι αν δεν την έβλεπε, ακόμα κι αν δεν αντίκριζε το αίμα να κυλάει από τα δάχτυλά του, θα την καταλάβαινε και με κλειστά τα μάτια από τον πόνο που ένιωσε να τον κόβει στα δύο. Πήγε παραπατώντας μέχρι το κρεβάτι και ξάπλωσε προσπαθώντας να ηρεμίσει, να κοιμηθεί, να ξαποστάσει. Έπρεπε να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του πριν την αντικρίσει ξανά.
Λίγη ώρα αργότερα στάθηκε γυμνός μπροστά στον καθρέφτη, έτοιμος να αντιμετωπίσει αυτήν και τον εαυτό του, αποφασισμένος να τελειώνει με αυτό το παιχνίδι παραλόγου μια κι έξω. Όταν στάθηκε απέναντί της κι είδε τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια της ενώ προσπαθούσε να του χαμογελάει ένιωσε έναν τρελό θυμό μέσα του που δεν μπόρεσε να ελέγξει.
«Γιατί άργησες τόσο να έρθεις;» την ρώτησε. «Πόσους πριν από μένα περίμενες με το ίδιο κερί, με το ίδιο χαμόγελο, για πόσους έγινες ο καθρέφτης τους;». Την είδε να κρατά την ανάσα της πριν τον πλησιάσει, ενώ τα μαύρα μάτια της έλαμπαν από τα δάκρυα και τον έρωτα, το φως που τον τράβηξε κοντά της.
«Για σένα θέλησα να περάσω από την άλλη πλευρά, να μην είμαι όνειρο της νύχτας, να μην είμαι είδωλο, να είμαι πραγματική. Για σένα κρατώ αναμμένο το κερί εδώ και χρόνια, για σένα αγάπη μου θα είμαι εδώ, μέχρι να φέρεις δίπλα σου μέχρι να με κάνεις γυναίκα σου» του απάντησε και κόλλησε τα χείλη της πάνω στην ρωγμή απλώνοντας ταυτόχρονα και τα δυο χέρια προς το μέρος του.
Ο Στράτος άπλωσε τα δικά του και την τράβηξε δυνατά προς το μέρος του , ενώ θραύσματα του καθρέφτη έπεφταν γύρω τους. Βρέθηκε στην αγκαλιά του κι ο χρόνος σταμάτησε εκεί, σ’ εκείνη την στιγμή που βυθίστηκε στα μάτια της και ένιωσε το κορμί της να τρέμει κάτω από τα χέρια του.
Ξύπνησε νιώθοντας ένα κενό που ολοένα μεγάλωνε και μια αγωνία, που δεν ήξερε τι την προκαλούσε. Κοίταξε το άδειο μαξιλάρι δίπλα του και καταράστηκε τα όνειρα και την πίκρα του πρωινού. Είδε τα αίματα που ξεκινούσαν από το κρεβάτι του και οδηγούσαν μέχρι τον σπασμένο καθρέφτη.
Άπλωσε το χέρι του και φόρεσε τα γυαλιά του μια κίνηση μηχανική, που του έδινε τον χρόνο να σκεφτεί λογικά πριν σηκωθεί. Πήγε ξυπόλυτος μέχρι τον σπασμένο καθρέφτη, προσέχοντας να μην πατήσει πάνω στα κομμάτια που γυάλιζαν γύρω του, στέλνοντας κομμένες εικόνες και κλεμμένο φως παντού στο δωμάτιο.
Στάθηκε λίγη ώρα παρατηρώντας τα μέρη που παραμορφωμένα αντικαθρεφτιζόταν σ’ ότι είχε απομείνει από τον παλιό καθρέφτη. Το αριστερό του μάτι με το σημαδάκι, το χέρι με τα ματωμένα δάχτυλα, τα χείλη του που μόρφαζαν, το λιωμένο κερί.
Φόρεσε τις παντόφλες του και μάζεψε με προσοχή τα σπασμένα κομμάτια. Έβαλε την ηλεκτρική σκούπα και εξαφάνισε τα θρύψαλα που είχαν απομείνει. Πήρε τον καθρέφτη στα χέρια του και μεθοδικά ξεκόλλησε τα κομμάτια που είχαν απομείνει πάνω του, μέχρι που έμεινε μόνο το ξύλο με την κόλλα να γυαλίζει ακόμα επάνω του σαν ξεχασμένη διαδρομή.
Όταν την πρωτοείδε στον καθρέφτη πίστεψε πως αν ποτέ σπάσει ο καθρέφτης, θα έχει την υπομονή να τον κολλήσει φτιάχνοντάς τον από την αρχή. Πίστευε πως θα τον έκανε καλύτερο από πρώτα, μόνο και μόνο για να βλέπει αυτήν όταν ξυπνάει. Τώρα συνειδητοποιούσε πως θα ήταν άχρηστος. Δεν θα έβλεπε παρά κομμάτια που θα τον έκαναν να θυμάται πως ήταν κάποτε.
Έκλεισε σφιχτά την σακούλα με τα σπασμένα κομμάτια, βάζοντας μαζί και το λιωμένο κερί. Ήξερε πως δεν θα τον καταλάβαινε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ντύθηκε σε λίγα λεπτά, πήρε την σακούλα και κλείδωσε την πόρτα πίσω του. Πέταξε τα σκουπίδια κατεβαίνοντας και πήγε προς το αμάξι του.
Είδε το σημείωμα στην πόρτα του οδηγού και χωρίς να το διαβάσει το δίπλωσε και το έβαλε στην τσέπη του. Ήξερε τι έγραφε. Ήταν σίγουρος πως θα ερχόταν να τον βρει την ίδια κιόλας μέρα. Αλλά γι’ αυτόν το σήμερα ήταν πολύ αργά. Ο μαγικός καθρέφτης δεν υπήρχε πια.