Μαύρο κομφετί

         
      Η Φαίη σταμάτησε να περπατάει κι έμεινε ακίνητη απολαμβάνοντας το αεράκι που της ανακάτευε τα μαλλιά. Τούφες μαλλιών της έκοβαν την ορατότητα, αλλά αυτό την άφηνε αδιάφορη. Μερικές φορές ήταν καλύτερα να μην βλέπει.

Χαμογέλασε πικρά και συνέχισε τον δρόμο της. Θα τον συναντούσε σε λίγα λεπτά. Δεν μπορούσε να περιμένει ποτέ όταν ήταν να έρθει να την πάρει. Την έπιανε ανυπομονησία και αδημονία κι έβγαινε να τον συναντήσει για να μικρύνει τον χρόνο της αναμονής.
Της είχε ζητήσει να χωρίσουν. Όχι γιατί δεν την αγαπούσε, αλλά γιατί δεν μπορούσε πλέον να πιστέψει πως ο έρωτάς τους τους οδηγούσε την Εδέμ που είχαν ονειρευτεί. Η ίδια έβλεπε πάντα τον Παράδεισο της αγάπης τους κι όχι το φίδι. Ίσως γιατί άφηνε να πέφτουν τα μαλλιά μπροστά στο πρόσωπό της σκέφτηκε και χαμογέλασε ξανά.
Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της διακωμωδούσε αυτά που την πλήγωναν για να μπορέσει να τα αντιμετωπίσει. Από την ώρα που ξεκίνησαν τα προβλήματα μεταξύ τους μέχρι την πρώτη φορά που της ζήτησε να χωρίσουν το εφάρμοζε και για όσα έμπαιναν ανάμεσά τους. Την δική του απόρριψη όμως δεν μπορούσε να την διακωμωδήσει. Έτσι ξεκίνησε.
Σήκωσε το αριστερό της χέρι με προσοχή και κοίταξε τα κομμάτια που λείπανε. Το δαχτυλίδι με την γαλάζια πέτρα ήταν ακόμα εκεί. Τράβηξε πίσω τα μαλλιά της και κοίταξε με αμφιβολία τα αχνά σημάδια που ήταν στην θέση των ποδιών της. Έφερε με προσοχή το δεξί της χέρι πάνω στο στήθος της , ψηλάφησε τα όρια της τρύπας και χάιδεψε με τα ακροδάχτυλά της το μικρό δέντρο.
Σε λίγο θα τον έβλεπε. Προσπάθησε να κουνήσει τα φτερά της, αλλά ήταν μαδημένα , είχαν μείνει μόνο τα μισά και δεν ανταποκρινόταν παρά με μικρά τρεμουλιάσματα, που την έκαναν να πονάει. Είχαν πετάξει τόσες φορές μαζί και τώρα η ίδια δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει. Πήρε μια βαθειά ανάσα προσπαθώντας να κατανικήσει τον πανικό στην σκέψη ότι θα έμενε γαντζωμένη στην γη, ανήμπορη και διαλυμένη, ενώ αυτός θα άνοιγε τις δυνατές του φτερούγες.
Τον είδε να καταφτάνει κι ενώ μέσα της κυλούσαν ήδη δάκρυα, τα μάτια της παρέμειναν στεγνά. Δεν μπορούσε να κλάψει παρά μόνο στρέφοντας τα δάκρυα εκεί, στο αγαπημένο της δέντρο, για να το ποτίσει ξανά. Η ίδια μπορεί να διαλυόταν, αλλά το δέντρο θα έμενε για καιρό ακόμα ριζωμένο.
Είδε το αυτοκίνητο και τάχυνε το βήμα της. Μπήκε μέσα και τον κοίταξε ερευνητικά κάτω από τις βλεφαρίδες της. Έδειχνε κι αυτός αδύναμος, ενώ τα μεγαλοπρεπή φτερά του είχαν εξαφανιστεί. Θέλησε να τον χαϊδέψει και να του πει πως καταλαβαίνει τι αισθάνεται, αλλά μόλις πήγε να το απλώσει , ένα ακόμα κομμάτι έφυγε από την θέση του κι άρχισε να αιωρείται γύρω τους μέχρι που το πήρε ο αέρας. Αγνοώντας το ο Πάρις έβαλε μπρος και ξεκίνησε.
Ήθελε τόσο να του χαμογελάσει και να δει στα μάτια του τον ήλιο, που λίγο έλειψε να τα καταφέρει. Αλλά τότε ένα ακόμα κομμάτι υψώθηκε μεταξύ τους σαν λεπτό τσιγαρόχαρτο , που κάποιος του έβαλε φωτιά και υψώνεται ενώ καίγεται στον αέρα. Το χαμόγελο ξεγλίστρησε από το ανοιχτό παράθυρο και χάθηκε. Κοίταξε γύρω της ταραγμένη αρχίζοντας να αμφιβάλλει αν πραγματικά έμπαινε στο αυτοκίνητο παλιότερα χαμογελώντας, σφύζοντας από ζωή, μόνο στην ιδέα του βλέμματός του.
Άπλωσε δισταχτικά το αριστερό της χέρι προς το μέρος του. Ήθελε να νιώσει το δικό του χέρι να το σκεπάζει τρυφερά και να το σφίγγει μεταφέροντας όλη την ενέργεια του μ’ αυτό το άγγιγμα, περνώντας την αγάπη και την συνενοχή τους μ’ αυτόν τον μοναδικό τρόπο που είχε. Το χέρι του δεν ήρθε να ανταμώσει το δικό της. Το κράτησε σφιχτά με το δεξί, χαράζοντας με τα νύχια της το δέρμα,τιμωρώντας το για την ορφάνια που ένιωθε, μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους.
Ο Πάρις άνοιξε διάπλατα και τα δύο παράθυρα και δυνάμωσε την μουσική. Της μιλούσε περιμένοντας τις απαντήσεις που μετά βίας ακουγόταν , ενώ οδηγούσε γρήγορα χωρίς να την κοιτάζει. Έτσι δεν είδε τα μικρά κομμάτια που στροβιλιζόταν βγαίνοντας από το παράθυρο, αυτό το περίεργο μαύρο κομφετί , που έπαιρνε την θέση της Φαίδρας.
Όταν σταμάτησε τελικά και κοίταξε δίπλα του, είδε στην θέση του συνοδηγού ένα μικρό δέντρο κι ανάμεσα στα κλαδιά του μπλεγμένο ένα δαχτυλίδι με γαλάζια πέτρα που λαμπύριζε στον ήλιο.

Η γεύση του έρωτα



        Η Έφη σιγουτραγουδούσε μαγειρεύοντας. Άνοιγε ντουλάπια, έβγαζε μπουκάλια και σακουλάκια, έκοβε λαχανικά, ανακάτευε με την ξύλινη κουτάλα το φαγητό, άνοιγε το ψυγείο βγάζοντας επιπλέον υλικά και σταματούσε για να δοκιμάσει το αποτέλεσμα.


Της άρεσε να μαγειρεύει, να δοκιμάζει, να πειραματίζεται, να ψάχνει συνταγές, να τροποποιεί , να βρίσκει δικές της αναλογίες. Χρησιμοποιούσε την φαντασία της χωρίς να διστάσει εμπιστευόμενη τις αισθήσεις της σαν οδηγό για το ταξίδι που θα την οδηγούσε στην ιδανική γεύση. Χρησιμοποιούσε σαν αρωγούς τις υπόλοιπες αισθήσεις φροντίζοντας να τις ικανοποιεί, όχι για να καλύψει, αλλά για να αναδείξει το περιεχόμενο.
Άκουγε συνέχεια μουσική όσο μαγείρευε, όσο σέρβιρε και την άλλαζε την ώρα που τοποθετούσε το φαγητό στο στρωμένο τραπέζι. Έπαιζε με τα μπαχαρικά, τα μυρωδικά, τα χόρτα, τα λαχανικά, ώστε η μυρωδιά να προσκαλεί πριν ακόμα αντικρίσει το αποτέλεσμα. Τα φαγητά της είχαν χρώμα, ζωγράφιζε σχέδια ταιριαστά όταν τα σέρβιρε, πρόσεχε τα πιάτα, το τραπεζομάντιλο, άναβε κεριά, γυάλιζε τα μαχαιροπίρουνα, ώστε η όραση να ικανοποιηθεί πριν δοκιμάσει την πρώτη μπουκιά. Φρόντιζε τα καθίσματα και το τραπέζι να είναι άνετα και πρόσφερε ζεστές φρυγανισμένες φέτες καλώντας την αφή να συμμετέχει. Κι ύστερα δοκίμαζε το αποτέλεσμα.
Χρόνια πολλά έψαχνε χωρίς ποτέ να καταλήξει σ’ αυτό που ξεκίνησε. Την μία και μοναδική γεύση που θα την έκανε δική της, που θα την χαρακτήριζε, που θα υπερίσχυε όλων, όμως κάθε φορά κάτι έλειπε. Είχε πλέον σαραντίσει όταν τελικά το πήρε απόφαση πως η τέλεια γεύση, αυτή η μοναδική, η ιδανική δεν υπήρχε ή η ίδια δεν είχε την ικανότητα να την ανακαλύψει.
Αν κι εξακολουθούσε να της αρέσει να μαγειρεύει, το έκανε πιότερο για να περιποιηθεί και να ικανοποιήσει αυτούς που αγαπούσε, παρά για να ικανοποιήσει αυτήν την περίεργη πείνα, αυτήν την προσμονή κι αυτήν την λαχτάρα για το άγνωστο ιδανικό. Τα φαγητά της δεν υπολείπονταν σε νοστιμιά, τους έλειπε όμως η ευρηματικότητα και η πρωτοτυπία. Είχε συμβιβαστεί.
Όταν γνώρισε τον Αποστόλη ξέχασε όλα όσα είχε ζήσει μέχρι τότε, έβαλε τελεία στις μισοτελειωμένες συνταγές της κι αποφάσισε να τα δοκιμάσει όλα από την αρχή. Δεν την ένοιαζε πια το κυνήγι της ιδανικής γεύσης, γιατί όλα όσα δοκίμαζε μαζί του πλάταιναν τον ορίζοντα των αισθήσεων και την έκαναν να νιώθει γυναίκα και παιδί ταυτόχρονα.
Εκείνο το απόγευμα ανακάλυψε την Ιθάκη της. Είχαν μόλις κάνει έρωτα κι είχε γείρει επάνω της χαλαρός, εγκαταλειμμένος, γεμάτος από την αίσθηση πληρότητας που έφερνε η επαφή τους. Τα μάτια του ήταν κλειστά και τα χείλη του μισάνοιχτα ακόμα.
Η Έφη τον έσφιγγε ακόμα στην αγκαλιά της , ενώ προσπαθούσαν να βρουν κι οι δυο την ανάσα τους και να επαναφέρουν στην καρδιά τους κανονικούς της χτύπους. Άκουγε κι ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει πάνω στο στήθος της, μετρούσε τους σφυγμούς του χώνοντας το κεφάλι της στην βάση του λαιμού του, ανάσαινε την μυρωδιά του γεμίζοντας λαίμαργα τα ρουθούνια της και σιγά σιγά άρχισε να χαλαρώνει τα τυλιγμένα γύρω από την μέση του πόδια της.
Τον κοίταξε τρυφερά ενώ το χέρι της χάιδευε τους ώμους , τον αυχένα, το κεφάλι του. Της άρεσε αυτή η στιγμή όσο κι ο ίδιος ο έρωτας. Η στιγμή που ακόμα δεν ήταν σίγουρη που άρχιζε το δικό της σώμα και που τελείωνε το δικό του. Συντονισμένοι στο ένα του οργασμού τους, στο ένα του έρωτα, στο ένα της αγάπης, ήταν η στιγμή που μένανε μετέωροι στην μαγική αυτή ένωση, έκθαμβοι σαν παιδιά ακόμα και μετά από τόσους μήνες.
Ο Αποστόλης άνοιξε τα μάτια και της χαμογέλασε. Φίλησε τα χείλη της κι αυτή νιώθοντας το μουστάκι του να την τσιμπάει απαλά άνοιξε τα χείλη της να γευτεί και πάλι το φιλί του νιώθοντας την γλύκα της ηδονής ανάμεσα στα πόδια της. Της χάιδεψε τα ανακατεμένα μαλλιά πειράζοντάς την για την επίδραση του έρωτα, που έκανε την κόμη της να θυμίζει μπερδεμένο και φουντωμένο θάμνο.
Σηκώθηκε και έφερε ένα μεγάλο, παγωμένο μπουκάλι νερό, ενώ αυτήν τον περίμενε στο κρεβάτι τεντώνοντας το κορμί της σαν ευχαριστημένη και χορτασμένη γάτα. Ενώ εκείνη έπινε λαίμαργα το νερό άπλωσε το χέρι του κι έκλεψε τις σταγόνες που κύλισαν στο πιγούνι της και τις βοήθησε να κυλίσουν στο λαιμό και να φωλιάσουν ανάμεσα στα στήθη της. Την χάιδεψε τρυφερά και σταθερά ξέροντας πόσο της άρεσε και την ευχαριστούσε αυτή η μικρή ιεροτελεστία . Η Έφη χαμογέλασε νιώθοντας να παρατείνεται η επαφή και η συνενοχή τους.
Σηκώθηκε, ενώ αυτός απομακρυνόταν πνίγοντας έναν αναστεναγμό. Φόρεσε τα εσώρουχά της κι ενώ αυτός κοιτούσε αλλού, έγλυψε την άκρη από το μπράτσο της νιώθοντας την γεύση του ιδρώτα του, που είχε μπει μέσα στους πόρους της κι έγινε δικός της. Σκούπισε τα χείλη της με την γλώσσα της νιώθοντας την γεύση από τα σημεία του κορμιού του που μόλις πριν λίγο είχε φιλήσει. Έβαλε κλεφτά το χέρι της ανάμεσα στα πόδια της και έφερε ένα ένα τα δάχτυλα στο στόμα της νιώθοντας την γεύση του οργασμού τους.
Σε λίγο έπρεπε να φύγει. Είχε αργήσει ήδη και το ήξεραν κι οι δυο. Θα περνούσαν ώρες μέχρι να βρεθούν και της έλειπε από τώρα, πριν ακόμα φύγει. Προσπάθησε να μην την τυλίξει η μελαγχολία του αποχωρισμού, που την πονούσε όσο μικρός ή μεγάλος κι αν ήταν. Ήξερε πως θα ήταν μαζί της, τον είχε παντού πάνω της και μέσα της. Κάτι όμως είχε αλλάξει αν και δεν είχε καταλάβει τι ήταν αυτό.
Κατάπιε το σάλιο της και ένιωσε να κυλάει μέσα της μαζί την γεύση του. Ταξίδευε στο κορμί της όσο εκείνη οδηγούσε. Ήταν εκεί όταν έφτασε στον προορισμό της. Η γεύση του, έντονη, δυνατή, κάλυπτε τα πάντα και νανούριζε το παράπονο. Αυτή η γεύση μάγεψε τις αισθήσεις της και γέμισε την ζωή της με την μοναδικότητά της. Χαμογέλασε νιώθοντας ανάλαφρη. Έψαχνε με λάθος τρόπο να βρει την ιδανική γεύση κι όταν παραιτήθηκε από την αναζήτηση, ήρθε αυτή να την συναντήσει. Η γεύση του έρωτα..


Το φεγγαροποτό




Ήταν ένα γλυκό φθινοπωρινό βράδυ αν και τίποτα δεν το είχε προμηνύσει. Ο καιρός όλη μέρα ταλαντευόταν ανάμεσα στο καλοκαίρι και στον χειμώνα χωρίς να αποφασίζει ποιο να διαλέξει.
Από το πρωί η ατμόσφαιρα μύριζε βροχή, ενώ όλη την μέρα γκρίζα σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό κι ένα δροσερό αεράκι έκανε τους περαστικούς με τα κοντομάνικα να αναθεματίζουν που δεν πήραν τα μπουφάν τους. Μέχρι το βραδάκι τα σύννεφα είχαν εξαφανιστεί, ο αέρας είχε κοπάσει κι ένα φεγγάρι κίτρινο σαν φέτα λεμονιού βγήκε χαμηλά στον καθαρό ουρανό.
Η Στέλλα το κοίταξε χαμογελώντας. Ήθελε να απλώσει το χέρι της , να το αρπάξει και να το ρίξει μέσα στην σκέτη βότκα που έπινε καθισμένη στο μπαλκόνι του σπιτιού της. Το χαμόγελό της πλάτυνε στην σκέψη . Ναι, ένα φεγγαροποτό θα ήταν το ιδανικό γι’ αυτήν την μέρα, ένα φεγγαράκι ξαπλωμένο στο ποτήρι της σίγουρα θα έδινε άλλη γεύση στην πίκρα του ποτού και των τσιγάρων.
Άπλωσε το χέρι της κι αντί για το φεγγάρι έπιασε το κινητό της. Κάλεσε τον Αστέριο χωρίς να το σκεφτεί, θέλοντας να μοιραστεί όπως συνήθιζε την μικρή χαρά της στιγμής, να σερβίρει ένα χαμόγελο βουτηγμένο στη ζάλη του φεγγαριού.
Ακούγοντας τον ήχο της κλήσης άρχισε μηχανικά να μετράει «ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε..» . Κάθε κουδούνισμα έσβηνε κάτι από το χαμόγελο και το φως που έλαμπε στο πρόσωπό της. Το τηλέφωνο παραδόθηκε κλείνοντας την γραμμή κι ίδια ζάρωσε ξεφουσκώνοντας στην καρέκλα σαν μπαλόνι που μόλις είχε βγει όλος ο αέρας από μέσα του.
Έκλεισε τα μάτια της κι έμεινε ακίνητη ενώ η καύτρα του τσιγάρου της έκαιγε τα δάχτυλα. Άνοιξε τα δάχτυλα και την παρακολούθησε νοερά να πέφτει στο ξέχειλο τασάκι. Είχαν περάσει περισσότερους μήνες χώρια παρά μαζί κι αυτή πεισματικά εξακολουθούσε να ελπίζει και να μην βλέπει πως αυτός ζούσε σε άλλο παραμύθι .
Γι’ αυτήν τα προβλήματα ήταν ένα βουνό που έπρεπε να σκαρφαλώσουν για μπορέσουν να βρεθούν από την άλλη πλευρά , ενώ γι’ αυτόν ήταν ένα εμπόδιο που δεν μπορούσε να παραμεριστεί και η άλλη πλευρά αφού δεν ήταν ορατή , απλά δεν υπήρχε.
Αναστέναξε κι άνοιξε τα μάτια της. Έμεινε για μια στιγμή μετέωρη να ακούει τα δάκρυά της που έσταζαν μέσα στο ποτήρι με την βότκα. Το σήκωσε και ήπιε μονοκοπανιά το μπερδεμένο ποτό. Χαμογέλασε και πάλι αλλά το χαμόγελο είχε την πίκρα της επίγνωσης.
Μπήκε στην κουζίνα και γέμισε ένα μπωλ με παγάκια, πήρε από το σαλόνι το μπουκάλι της βότκας , το έβαλε παραμάσχαλα, πήρε το netbook κι έτσι φορτωμένη βγήκε πάλι στο μπαλκόνι. Τα άφησε στο τραπέζι κι ανέβασε την τέντα για να βλέπει το λεμονοφέγγαρο.
Αστέρι την φώναζε ο Αστέριος και γυρνούσαν κι οι δυο όταν κάποιος μιλούσε για αστέρια. Τα αστέρια τους συνόδευαν από την αρχή της σχέσης τους, ήταν η αφορμή για την πρώτη τους συζήτηση και στην συνέχεια τα έβλεπαν ο ένας στα μάτια του άλλου.
«Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να ανταμώσουν δυο αστέρια; Ξέρεις πόσα έτη φωτός τα χωρίζουν; Ξέρεις ότι θα ήταν καταστροφικό αν τελικά τα κατάφερναν;» την ρωτούσε αυτός ενώ της χάιδευε τα μαλλιά. Κι εκείνη ακουμπισμένη στο στήθος του, απλά ανάσαινε και χαμογελούσε. «Ξέρω πως είναι φτιαγμένα από το ίδιο υλικό» του έλεγε παιχνιδιάρικα και σήκωνε το κεφάλι της για να τον φιλήσει.
Ίσως έπρεπε να τον ακούσει πιο προσεχτικά τότε. Ίσως δεν έπρεπε να είναι τόσο αισιόδοξη, αλλά υπάρχει έρωτας που να μην ονειρεύεται, υπάρχει έρωτας χωρίς το όραμα της τέλειας ένωσης, υπάρχει έρωτας που αμφιβάλλει για τον έρωτα; Τώρα ήξερε την απάντηση. Υπήρχε ο δικός του έρωτας…
«Είναι τόσο εύκολο να σ’ αγαπήσει κανείς αστέρι μου» της είπε. «Δίνεσαι τόσο απόλυτα, ρίχνεις όλο σου το φως σ’ αυτόν που αγαπάς, τον κάνεις να αισθάνεται πως είναι ο ήλιος της ζωής σου». Σταμάτησε για λίγο να μιλάει και της χάιδεψε απαλά το μάγουλο με τα ακροδάχτυλά του. «Όμως είναι τόσο δύσκολο να μείνει κανείς μαζί σου. Τραβάς με τόση δύναμη κοντά σου αυτόν που αγαπάς, ώστε συνθλίβεται από την βαρύτητα της ίδιας της έλξης. Πρέπει να βρεθείς σε άλλους ουρανούς».
Η Στέλλα δεν μίλησε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι που ξαπλώνανε και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο. Κοίταξε τον έναστρο ουρανό και γύρισε προς τον Αστέριο χαμογελώντας. «Δεν υπάρχει άλλος ουρανός που να μας σκεπάζει. Ο ίδιος είναι από όποια χώρα της γης κι αν τον αντικρίσεις. Τα αστέρια μας ακόμα λάμπουν στο στερέωμα, το φως τους φτάνει γλυκό ως εμάς και νύχτες ασέληνες σαν κι αυτή, φωτίζουν πιότερο από το φεγγάρι».
Ο Αστέριος σηκώθηκε και την αγκάλιασε γυρνώντας την ξανά προς το παράθυρο. «Υπάρχουν άστρα που το φως τους φτάνει ως εμάς σαν ψευδαίσθηση, γιατί έχουν καιρό που έχουν πεθάνει. Εμείς αργούμε να το καταλάβουμε γιατί ο θάνατος ταξιδεύει πιο αργά από το φως. Σ’ αγαπώ αλλά το όνειρο έχει πεθάνει». Την φίλησε απαλά στην βάση του λαιμού της και καθώς ένιωσε το κορμί της να τρέμει την γύρισε προς το μέρος του.
Την οδήγησε πίσω στο κρεβάτι του έρωτα και την κράτησε σφιχτά μέχρι να σταματήσουν οι λυγμοί που την τράνταζαν. Δεν μίλησε κανένας από τους δυο και μείνανε ακίνητοι σ’ αυτήν την αγκαλιά προσπαθώντας να επεκτείνουν τον χρόνο και να ταξιδέψουν μαζί στο όνειρο για ένα ακόμα βράδυ.
Είχαν περάσει δυο εβδομάδες από εκείνη την βραδιά κι η Στέλλα δεν μπορούσε ακόμα να πιστέψει πως αυτός ο έρωτας που φώτισε όλο της το είναι, που γέμισε αστερόσκονη τα όνειρά της, που την ανέβασε στους ουρανούς, είχε μόνο μια ανάσα ζωής, όταν τον περίμεναν τόσα χρόνια ακόμα μπροστά του, τόσες στιγμές που δεν ζήσανε, τόσα πράγματα που δεν μοιραστήκανε.
Ήπιε την δεύτερη βότκα κι άνοιξε το netbook. Πάντα πίστευε πως το αλκοόλ είναι κακός σύντροφος όταν είσαι μόνος, αλλά σήμερα ήθελε να ναρκώσει λίγο το μυαλό της.  Σκόπευε να του γράψει ένα σύντομο μήνυμα, αλλά λίγο η βότκα , λίγο το φεγγάρι, λίγο η δίψα της γι’ αυτόν, γέμισαν γραμμές και συναισθήματα που δεν τελείωναν.
«Η δεύτερη βότκα τελείωσε κιόλας. Δεν περίμενα ότι θα μπορούσα να την πιω, αλλά τελικά ήταν λίγη. Εκείνη που δεν είναι λίγη, είναι η αγάπη. Ή εγώ είμαι λιτοδίαιτη. Η ορθολογιστική άποψη για τον έρωτα λέει πως παίρνεις δυο ανάγκες και βγάζεις από το καπέλο του μάγου μια ουτοπία. Εγώ λέω πως παίρνεις δύο ανάγκες και την κάνεις μία. Γι’ αυτήν την ανάγκη θα σου γράψω..» πληκτρολογούσε χωρίς να σκέφτεται και σταματούσε για να πιει μια ακόμα γουλιά, να πάρει μια ακόμα τζούρα και συνέχιζε.
Η τρίτη βότκα στο ποτήρι της άδειαζε. Έστειλε το μπερδεμένο μήνυμα και κοίταξε εναλλάξ το φεγγάρι, το ποτήρι και το κινητό της. Σήκωσε το κινητό και τον κάλεσε. Κράτησε την ανάσα της ενώ μετρούσε πάλι μηχανικά. Όταν άκουσε την φωνή του η καρδιά της χοροπήδησε στο στήθος της και το μόνο που κατόρθωσε να του πει ήταν «Έλα. Σήμερα. Τώρα. Σ’ έχω ανάγκη».
Έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να περιμένει την απάντησή του.  Πήρε μια βαθειά ανάσα, έφτιαξε μηχανικά τα μαλλιά της και σήκωσε το κεφάλι της να αντικρίσει το φεγγάρι. Το φεγγάρι δεν ήταν πια στην θέση του. Κοίταξε ξανά τον άδειο ουρανό με απορία ενώ φαντάστηκε πως ήταν κάποια περίεργη παρενέργεια της βότκας.
Κοίταξε μισογεμάτο ποτήρι στο τραπέζι κι είδε μια φέτα λεμόνι μέσα που δεν θυμόταν να έχει βάλει. Ξανακοίταξε προσεχτικά και χαμογέλασε. Το φεγγαροποτό της ήταν έτοιμο. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά κι άρχισε να γελάει.
Ήταν ήδη μπροστά στην πόρτα όταν χτύπησε το κουδούνι…