Ο αρχάγγελος



      Ο Μιχάλης ξύπνησε κι εκείνο το πρωί έχοντας την αίσθηση του ανικανοποίητου, που τον βασάνιζε τελευταία. Ένιωθε ,όπως κάθε πρωί, το κεφάλι του βαρύ και το στόμα του πικρό από τα χθεσινά τσιγάρα. Ανακάθισε στο κρεβάτι κι έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια, στηρίζοντας τους αγκώνες στα γόνατα. Έμεινε έτσι για λίγα λεπτά προσπαθώντας να κατανικήσει την διάθεση της ναυτίας, που τον βασάνιζε.
Πήγε ξυπόλυτος στο μπάνιο κι έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό του με τις χούφτες. Κρατώντας στα χέρια την πετσέτα, κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Ο καθρέφτης του επέστρεψε το είδωλό του με μάτια αγριεμένα και κόκκινα από το χθεσινοβραδινό ξενύχτι, μαλλιά ανακατωμένα με τις άσπρες τρίχες να προβάλλουν σαν υπενθύμιση, με γένια δύο ημερών στο πρόσωπο, που στις άκρες τους σταγόνες νερού τρεμόπαιζαν, περιμένοντας τις σκουπίσει.
Πήγε στην κουζίνα κι άναψε ένα τσιγάρο μέχρι να ετοιμάσει τον πρωινό του καφέ. Κοίταξε έξω από το παράθυρο όσο περίμενε το νερό να βράσει . Ένας λαμπερός ήλιος έλαμπε στον ουρανό, προμηνύοντας μια υπέροχη καλοκαιρινή μέρα κι ένα ήσυχο Σαββατοκύριακο στην πόλη, που θα άδειαζε μέχρι την Κυριακή το βράδυ. Πήρε τον καφέ του κι έκατσε έξω .
Κοίταξε το μήνυμα του Γιώργου στο κινητό του. «Φίλε μου Αρχ, έχω επίσημη άδεια για έξοδο σήμερα! Πάμε για ρετσίνα το βραδάκι». Χαμογέλασε. Ο Γιώργος ήταν παιδικός του φίλος, παντρεμένος, κατασταλαγμένος, ευτυχής πατέρας δύο παιδιών, τελείως διαφορετικός χαρακτήρας από τον ίδιο και ο τελευταίος που τον φώναζε Αρχ . Του άρεσε να βρίσκονται μαζί, όποτε έπαιρνε «άδεια» όπως έλεγε, γιατί όπως συχνά συμβαίνει με τους παιδικούς φίλους, η οικειότητα που είχαν ήταν μοναδική και στα μάτια του έβλεπε τον Μιχάλη , που κάποτε θέλησε να είναι .
Αρχ, από το αρχάγγελος, το παρατσούκλι του για πολλά χρόνια, που το είχε αποκτήσει για την άγρια ματιά του, το σπαθί που κουβαλούσε μαζί του και μαζί του κοιμόταν, την προστατευτική του διάθεση, τον αγώνα του ενάντια στους δαίμονες της αδικίας και για τα όνειρα που διηγιόταν κάθε πρωί στην παρέα, όνειρα από τρελές πτήσεις με τα φτερά που έβγαζε στους ώμους .
Τα χρόνια πέρασαν, η παλιά παρέα διαλύθηκε κι αυτός παρέμενε αρχάγγελος χωρίς την στρατιά των αγγέλων να τον ακολουθεί. Όταν σταμάτησε να ονειρεύεται , άρχισε να δοκιμάζει διάφορα σπορ που θα του έδιναν την ψευδαίσθηση ότι πετάει. Έκανε πτώσεις με αλεξίπτωτο, πέταξε με αετό, έμαθε να οδηγάει ανεμόπτερο, αλλά τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μπόρεσε να υποκαταστήσει την αίσθηση του πετάγματος με τα φτερά στους ώμους.
Άναψε κι άλλο τσιγάρο. Αν και περασμένα τα σαράντα, εξακολουθούσε να είναι μόνος στην προσωπική του ζωή. Γυναίκες πέρασαν πολλές από την ζωή του, άλλες για μια βραδιά κι άλλες για χρόνια, γυναίκες που ερωτεύτηκε κι αγάπησε, αλλά πάντα κάτι μέσα του έμενε μακριά τους, μαζί με τα φανταστικά φτερά του. Κρατούσε πάντα κλειδαμπαρωμένο μυστικό, το παιδικό του όνειρο και πάντα έφευγε μακριά, όταν προσπαθούσαν να τον πλησιάσουν με τα πόδια τους να πατάνε σταθερά στην γη.
Με την Ελένη γνωρίστηκαν πρόσφατα. Μιλούσαν για ώρα και ξυπνούσε μέσα του μια οικειότητα λες κα την ήξερε χρόνια. Κι αυτή του μιλούσε για τον έρωτα. Για τον έρωτα που ξύπνησε στην ψυχή της και την έκανε να ονειρεύεται και την ελεύθερη πτώση στον κόσμο των ονείρων. Και τον έκανε να θέλει να ονειρευτεί ξανά. Εκείνο το βράδυ θα αποφάσιζε αν θα έμενε μαζί της ή θα έφευγε, ως συνήθιζε, μακριά.
Βρέθηκαν με τον Γιώργο σε μία ταβέρνα με μουσική. Συζητούσαν και έπιναν για ώρα, αλλά το μυαλό του Μιχάλη ήταν κολλημένο στην απόφαση, που έπρεπε να πάρει. Έπινε το ένα ποτήρι μετά το άλλο και καθένα από αυτά στην υγειά της. Άκουγε τα λόγια του φίλου του σαν βουητό κι η απουσία της γινόταν πιο έντονη. Τελείωσαν το πρώτο μπουκάλι κι ήταν ακόμα αναποφάσιστος. Τα τραγούδια μιλούσαν για εκείνη. Παρήγγειλαν το δεύτερο κι η σιωπή έπεσε ανάμεσά τους.
Κοίταξε το κρασί στο ποτήρι του κι είδε το πρόσωπό της. Το ήπιε μονορούφι και το πέταξε κάτω σπάζοντάς το. Άκουγε το τραγούδι κι η καρδιά του τραγουδούσε. Ένιωσε να πνίγεται και σηκώθηκε.
Όταν άρχισε να χορεύει την ζεμπεκιά όλοι έκαναν στην άκρη. Κι αυτός βλέποντας παντού τα μάτια της, έκλεισε τα μάτια κι άπλωσε τα χέρια. Χόρευε τυφλά σαν λαβωμένο πουλί και σε κάθε στροφή ένιωθε έναν πόνο και μια λύτρωση. Τα βήματά του μεθυσμένα τον οδηγούσαν μέσα του και κοντά της.
Και τότε το ένιωσε. Ένα ελαφρύ τράνταγμα στους ώμους και τα πόδια του να μένουν στον αέρα. Συνέχισε να χορεύει χωρίς να ανοίξει τα μάτια του. Κι όσο χόρευε, τα υπέροχα άσπρα φτερά στους ώμους του μεγάλωναν. Και σε κάθε στροφή ανέβαινε όλο και πιο ψηλά.
Το τραγούδι τελείωσε κι έπεσε σιωπή. Στο μέρος που χόρευε ο Μιχάλης, είχαν μείνει μόνο μερικά άσπρα φτερά. Οι θαμώνες του κέντρου προσπαθούσαν να καταλάβουν αν είχαν παρακολουθήσει κάποιο διαφημιστικό κόλπο ή αν είχαν πέσει θύματα παραίσθησης.
Ο Γιώργος δακρυσμένος κοίταξε ψηλά και σήκωσε το ποτήρι του. «Στην υγειά σου Αρχάγγελε. Μείνε εκεί ψηλά φίλε μου και να μας προσέχεις». Σηκώθηκε αφήνοντας στο τραπέζι τα χρήματα για τον λογαριασμό, πήγε στο σημείο που μέχρι πριν χόρευε ο Μιχάλης, έσκυψε, πήρε ένα άσπρο φτερό κι έφυγε σφυρίζοντας τον σκοπό του ζεμπέκικου..

Το κοχύλι



Ο ήλιος είχε μόλις δύσει. Η θάλασσα ήταν τόσο ήρεμη , που η Ελένη πίστεψε πως θα μπορούσε να καθρεφτιστεί μέσα της αν είχε λίγο περισσότερο φως. Καθόταν στην ακροθαλασσιά, με το μισό της κορμί μέσα στην θάλασσα και τα χέρια της αεικίνητα να σκαλίζουν στην άμμο. Δίπλα της , ο Μάριος, έψαχνε χαλαρά χωρίς να κοιτάζει τα ευρήματά του. Άφηνε την αφή να τον καθοδηγεί.

Μάζευαν κοχύλια από νωρίς το απόγευμα για κάποια κατασκευή , που ήθελε να κάνει η Ελένη. Έχοντας μαζέψει αρκετά , έψαχναν τώρα νωχελικά , ενώ συζητούσαν. Κοιτούσαν με καμάρι το ξέχειλο κουβαδάκι, που το στήριζαν οι πέτρες στον πάτο του. Είχε μέσα κοχύλια σε διάφορα σχήματα, χρώματα και μεγέθη, σπασμένα και ολόκληρα, συχνά με κολλημένα φύκια και άμμο επάνω τους. Η διαλογή θα γινόταν στο τέλος.

Γνωριζόταν από παιδιά και συνήθιζαν να μοιράζονται τα πάντα. Τον τελευταίο καιρό όμως, κάτι τους κρατούσε σε απόσταση, μια ντροπή κι ένας φόβος, καθώς η εφηβεία τους μεταμόρφωνε και ξυπνούσε μέσα τους την ερωτική διάθεση. Φοβούμενοι μην χαλάσουν την ευαίσθητη φιλία τους, ντροπαλοί από την άγνοια και απίστευτα παθιασμένοι, απέφευγαν να το συζητήσουν αν και περνούσαν όλη την μέρα μαζί και οι ματιές τους κυνηγούσαν κάθε κίνηση, κάθε βλέμμα, κάθε υποψία επιβεβαίωσης ή απόρριψης από την άλλη πλευρά.

Ήταν έτοιμοι να φύγουν όταν ο Μάριος κοίταξε με προσοχή κάτι που έπιασε το χέρι του. Ήταν ένα μικρό άσπρο κοχύλι. Το έφερε προσεχτικά στο αυτί του και φώναξε «ακούω θάλασσα». Η Ελένη γέλασε, θεωρώντας πως έκανε πλάκα. Χρειάστηκε πολύ ώρα για να την πείσει ότι έλεγε αλήθεια κι ότι η θάλασσα του κοχυλιού ήταν άλλη από αυτήν που ήταν καθισμένοι.

«Θα το κρατήσω όμηρο» της είπε φεύγοντας κι έδωσαν ραντεβού για το βράδυ στο γνωστό σημείο. Η Ελένη έκανε πολύ ώρα να ετοιμαστεί, πράγμα που δεν συνήθιζε. Άλλαξε αρκετές φορές γνώμη για να καταλήξει στην πρώτη της επιλογή. Φόρεσε ένα άσπρο λινό φόρεμα και με την καρδιά να χτυπάει σαν τρελή ξεκίνησε να τον συναντήσει. Την περίμενε καθισμένος στο παγκάκι στον δρόμο που οδηγούσε για το βουνό.

Ακολούθησαν το γνωστό τους μονοπάτι κι έκατσαν κάτω από τα πεύκα .Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, η συζήτηση δεν κυλούσε άνετα. Υπήρχε ένας ηλεκτρισμός, που τον ένιωθαν κι οι δύο, αλλά δεν ήξεραν πώς να τον εκτονώσουν. Τότε ο Μάριος έβγαλε από την τσέπη του το μικρό άσπρο κοχύλι και το έβαλε στο αυτί του. «Αν και τώρα είμαστε μακριά από την θάλασσα, την ακούω λες κι είναι δίπλα μου» της είπε. Κοιτώντας την στα μάτια, της έβαλε το κοχύλι στ’ αυτί. «Άκουσε προσεκτικά, θα ακούσεις τα κύματα, το τραγούδι του δελφινιού, τον αναστεναγμό του βυθού, θα ακούσεις την θάλασσα».

Η Ελένη προσπάθησε να ακούσει . Το μόνο που άκουγε όμως ήταν η καρδιά της, που χτυπούσε δυνατά. «Την ακούς, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Μάριος, ενώ τραβούσε απαλά μια μαύρη τούφα, που έπεφτε καλύπτοντας το πρόσωπό της. Τα μάτια του καρφώθηκαν στα χείλη της , περιμένοντας την απάντηση. Αν και δεν είχε ακούσει τίποτα, αποφάσισε να του κάνει το χατίρι, μην θέλοντας να χαλάσει την στιγμή. Χαμογέλασε λοιπόν και του είπε «Ναι, την ακούω την θάλασσα. Κι είναι σαν να είμαστε ακόμα εκεί».

Έσκυψε και την φίλησε στα χείλη. Κι αυτό το πρώτο φιλί υπήρξε η αρχή μιας σχέσης , που θα κρατούσε χρόνια. Κι εκείνο το πρώτο ψέμα ήταν η αρχή για άλλα ψέματα, που ειπώθηκαν για να μην τον χάσει. Δέκα χρόνια μετά δεν μπορούσε να θυμηθεί ποια ήταν η αλήθεια.

Ήταν πάλι καλοκαίρι και καθόταν στο μπαλκόνι του σπιτιού, που συγκατοικούσαν. Την επόμενη μέρα θα έφευγαν διακοπές κι είχαν μαζέψει τα πράγματα από νωρίς. Ο Μάριος της έλεγε τα σχέδιά τους για τις μέρες , που θα περνούσαν στο νησί και περίμενε την απάντηση και την ενθάρρυνση της. Η Ελένη ήταν παράξενα σιωπηλή. Ένιωθε πως σ’ αυτά τα δέκα χρόνια, κάθε υποχώρηση που είχε κάνει με στόχο να είναι κοντά στην καρδιά του, την είχε απομακρύνει ανεπιστρεπτί από την δική της.

Εκείνος την πλησίασε μην έχοντας ιδέα για την τρικυμία στο κεφάλι της. Έβγαλε ένα μικρό κουτί και της το έτεινε. Έμεινε με το χέρι απλωμένο. Η Ελένη σήκωσε το κεφάλι της και του είπε «πρέπει να σου πω κάτι. Ποτέ δεν άκουσα την θάλασσα στο κοχύλι μας. Ήταν ψέμα». Ο Μάριος γέλασε και της απάντησε «Μην στεναχωριέσαι αγάπη μου. Ούτε κι εγώ την άκουσα ποτέ. Ήταν απλά ένα κόλπο για να σε πλησιάσω». Κι έβγαλε το δαχτυλίδι από το κουτί.

Η Ελένη ούτε που το κοίταξε. Σηκώθηκε, μπήκε μέσα στο σπίτι και πήγε στην βιτρίνα , που είχε μαζεμένα όλα τα κοχύλια , όσα είχαν μαζέψει μαζί τόσα καλοκαίρια. Χωρίς να πει κουβέντα άρχισε να πετάει κάτω και να τα πατάει σπάζοντάς τα. Συνέχισε μέχρι που στην βιτρίνα έμεινε μόνο το μικρό άσπρο κοχύλι. Το πήρε και το έβαλε στην τσέπη της. «Μην με γυρέψεις. Δεν θέλω να σε ξαναδώ», του είπε πριν κλείσει την πόρτα πίσω της.

Περπατώντας στον δρόμο με τα μάτια της ακόμα στεγνά άκουσε ξαφνικά έναν οικείο θόρυβο. Κοντοστάθηκε, έβαλε το χέρι της στην τσέπη κι έβγαλε με προσοχή το κοχύλι. Το ακούμπησε διστακτικά στο αυτί της κι άκουσε ξεκάθαρα τον ήχο της θάλασσας, τα κύματα, το τραγούδι του δελφινιού, τον αναστεναγμό του βυθού. Και τότε έβαλε τα κλάματα.

Τριαντάφυλλο στην θάλασσα




Οι κάτοικοι του παραθαλάσσιου χωριού έβλεπαν επί μια εβδομάδα, κάθε σούρουπο, την νεαρή Ρόζα να περνάει σαν μαγεμένη από την μικρή πλατεία του χωριού και να πηγαίνει στην παραλία. Καθόταν με τις ώρες στην ακρογιαλιά, με το κύμα να της γλύφει τα γυμνά της πόδια, κρατώντας στα χέρια ένα άσπρο τριαντάφυλλο κι ατενίζοντας μακριά στον ορίζοντα. Αποφάσισαν να ενημερώσουν τους γονείς της.
Οι γονείς του κοριτσιού θορυβήθηκαν. Η Ρόζα ήταν ήσυχο παιδί, υπάκουη, καλή μαθήτρια, πρόσχαρη και δεν τους είχε δώσει την παραμικρή αφορμή για να ανησυχήσουν. Αποφάσισαν να ρωτήσουν την ίδια για την περίεργη συμπεριφορά της. Η κοπέλα τους κοίταξε με τα λαμπερά μαύρα της μάτια και κοιτώντας έξω από το παράθυρο, άρχισε να διηγείται.
«Το ξέρω πως θα σας φανεί περίεργο, όπως μου φάνηκε κι εμένα στην αρχή, αλλά συνάντησα έναν άντρα στον ύπνο μου πριν από αρκετούς μήνες. Τον είδα να βγαίνει από την θάλασσα, ζωσμένος το σπαθί του, συντροφιά μ’ έναν λύκο κι έναν αετό καθισμένο στον ώμο του. Μιλήσαμε ώρα πολύ και ένιωθα την ψυχή μου να κολλάει επάνω του και την καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή κάθε φορά που κοιταζόμασταν.
Όλο τον χειμώνα ερχόταν και μου έκανε παρέα τα βράδια και πριν μία εβδομάδα μου είπε πως πρέπει να φύγει. Μου υποσχέθηκε πως θα γυρίσει και γυναίκα του θα με πάρει, όταν το άσπρο τριαντάφυλλο, που θα κρατώ στο χέρι, γίνει κόκκινο. Τότε, θα πρέπει να ετοιμαστώ και στην πρώτη πανσέληνο, θα επιστρέψει».
Οι γονείς της δεν ήξεραν αν έπρεπε να γελάσουν ή να κλάψουν για την φαντασία της κόρης τους , και προσπαθώντας να την λογικεύσουν άρχισαν να της εξηγούν την διαφορά ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα, ενώ της απαγόρευσαν ρητά να συνεχίσει να πηγαίνει στην ακροθαλασσιά.
Το κορίτσι δεν μίλησε. Έσκυψε το κεφάλι και έφυγε από το δωμάτιο. Μέρες πέρασαν που δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν, δεν μιλούσε, όταν απελπισμένοι οι γονείς αποφάσισαν να επισκεφτούν έναν γιατρό. Αυτός χαμογελώντας τους είπε πως η αρρώστια της κόρης τους ήταν η εφηβεία και τους συνέστησε να την αφήσουν να κάνει για λίγο του κεφαλιού της.
Γυρνώντας σπίτι την φώναξαν και της έδωσαν την άδεια να πάει στην παραλία του χωριού, αφού πρώτα τους ενημερώσει. Γελώντας και κλαίγοντας το κορίτσι, τους φίλησε και έφυγε τρέχοντας από το σπίτι, κόβοντας ένα άσπρο τριαντάφυλλο από τον κήπο. Με τα μάτια θολά ακόμα από τα δάκρυα , δεν πρόσεξε το αυτοκίνητο που ερχόταν. Ο οδηγός την είδε την τελευταία στιγμή να εμφανίζεται μπροστά του και δεν πρόλαβε να σταματήσει.
Ο νεαρός άντρας ένιωσε, παρά είδε το χτύπημα και κατέβηκε από το αυτοκίνητο για να βρεθεί μπροστά στο σώμα του κοριτσιού , που αιμορραγούσε. Στα χέρια της κρατούσε σφιχτά ένα τριαντάφυλλο, που είχε βαφτεί κόκκινο από το αίμα. .Έσκυψε κοντά της κι αυτή σήκωσε τα μάτια και του χαμογέλασε. Ένα χρόνο μετά είχαν παντρευτεί.
Τα χρόνια περνούσαν και το κορίτσι, που έγινε γυναίκα, αν και αγαπούσε τον άντρα της, ένιωθε κάθε μέρα πως η ψυχή της άδειαζε. Άρχισε να σκέφτεται πως λάθος ερμήνευσε τα σημάδια και πως πρόδωσε με την βιασύνη της το όνειρο και τον έρωτα.
Στην πρώτη πανσέληνο της άνοιξης, σηκώθηκε από το κρεβάτι της και βγήκε έξω. Πήρε στα χέρια της ένα άσπρο τριαντάφυλλο και πήγε στην ακροθαλασσιά. Άρχισε να τρυπάει τους καρπούς της με τ’ αγκάθια και να βάφει ένα ένα τα ροδοπέταλα μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη. Πέρασε ώρα πολλή. Όταν το τριαντάφυλλο έγινε όλο κόκκινο, έβγαλε τα ρούχα της και μπήκε στην θάλασσα. Συνέχισε να προχωράει μέχρι που το νερό την σκέπασε.
Δεν την βρήκαν ποτέ. Στην θέση που καθόταν υπήρχε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο ριζωμένο στην ακροθαλασσιά. Δεν μπόρεσαν να το ξεριζώσουν όσο κι αν προσπάθησαν.
Το σημείο εκείνο έγινε το αγαπημένο μέρος των εραστών του χωριού. Κι όσοι πήγαιναν πανσέληνο ισχυριζόταν ότι έβλεπαν στην θάλασσα την σκιά ενός άντρα που κρατούσε στα χέρια του ένα τριαντάφυλλο..

Το κορίτσι και το δελφίνι



Η Μαρία ζούσε σ’ ένα νησί του Αιγαίου. Το νησί ήταν μικρό και δεν είχε τουρισμό. Οι λίγοι κάτοικοι που είχαν απομείνει, ήταν ψαράδες, όπως και ο πατέρας της.
Δεν υπήρχαν άλλα παιδιά στην ηλικία της για να παίξει. Είτε ήταν πολύ μικρά κι έπρεπε να τα νταντεύει , είτε ήταν αρκετά χρόνια μεγαλύτερα και δεν την καταδεχόταν. Αυτό ήταν και το μόνο παράπονό της.
Γιατί η Μαρία το αγαπούσε το νησί. Στα δεκατρία της δεν υπήρχε γωνιά που να είχε αφήσει ανεξερεύνητη, λιμάνι ή σπηλιά, δέντρο ή βράχος, μονοπάτι ή λαγούμι , που να είχε ξεφύγει της προσοχής της.
Ολημερίς έψαχνε ευκαιρία να το σκάσει από την προσοχή της μάνας της και να τρέξει να επισκεφτεί τις αγαπημένες της γωνιές, όπου κούρνιαζε κι έκλεινε τα μάτια της για να ονειρευτεί.
Μα πιο πολύ από όλα αγαπούσε την θάλασσα, που την συναντούσε όπου κι αν γυρνούσε το βλέμμα της. Ήταν η αγαπημένη της φίλη, που μοιραζόταν τα μυστικά της και έλεγε το παράπονό της. Ήταν ο κόρφος της θάλασσας, που την παρηγορούσε για αυτήν την μοναξιά κι έκανε το νησί να φαντάζει παράδεισος στα μάτια της. Την αγαπούσε την θάλασσα όλες τις εποχές.
Της άρεσε τον χειμώνα να κάθεται στην παραλία , με τα μαλλιά να ανεμίζουν και τα χείλη να ξεραίνονται, καθώς ο αέρας λυσσομανούσε και τα κύματα ορμητικά φιλούσαν τα πόδια της. Φώναζε τότε κατάρες και βρισιές απίστευτης ωμότητας για ένα παιδί στην ηλικία της και γελούσε χαρούμενα, καθώς η φωνή της χανόταν στην βουή της θάλασσας.
Της άρεσε την άνοιξη με την μυρωδιά από τις μπουκαμβίλιες να την ακολουθεί , να κατηφορίζει τα λιθόστρωτα σοκάκια του νησιού για να συναντήσει τον πρώτο όρμο του νησιού.
Της άρεσε το καλοκαίρι με τον ήλιο να της καίει τα ήδη μαυρισμένα της μέλη, να βουτάει στα κρυσταλλένια νερά και να παίζει στα ρηχά με τα κύματα, που φέρνανε τα μαϊστράλια.
Αλλά πάνω από όλα της άρεσε το φθινόπωρο , με τα πρωτοβρόχια, την ώρα που η βροχή χτυπούσε στην θάλασσα, να χορεύει τσαλαβουτώντας στο απάνεμο λιμανάκι, στην πίσω πλευρά το νησιού, που ήταν ακατοίκητο και μόνο οι ψαράδες πήγαιναν τις βάρκες τους για να τις δέσουν στην μικρή προβλήτα Με τα πόδια στην θάλασσα και το κεφάλι στραμμένο στον ουρανό, τα χέρια διάπλατα ανοιχτά, στροβιλιζόταν ασταμάτητα μέχρι να σταματήσει η βροχή ή να κοπεί η αναπνοή της.
Εκείνο το απόγευμα του Μάη, έφυγε τρέχοντας μόλις τελείωσε τις δουλειές που της είχαν αναθέσει για να πάει στο λιμανάκι. Έκατσε στην άμμο και τύλιξε με τα χέρια της τα γυμνά της πόδια για να ζεσταθεί. Ο ήλιος δεν είχε γυρίσει ακόμα και είχε ψύχρα. Δεν το αποφάσιζε να μπει στην θάλασσα.
Της άρεσε πολύ να μπαίνει τρέχοντας στην θάλασσα και να βουτάει κολυμπώντας κάτω από το νερό , μέχρι να νιώσει τα πνευμόνια της να πονάνε. Και τότε βγάζοντας την στερνή ανάσα να δίνει μία ώθηση ακόμα για να πάει λίγο πιο μακριά και να βγει στην επιφάνεια νιώθοντας μια ξέφρενη χαρά και το αίμα να κυλάει δυνατά στις φλέβες. Κολυμπούσε εναλλάσσοντας στυλ για να μην βαριέται , ενώ αγαπημένο της στυλ ήταν το ύπτιο, που της επέτρεπε να βλέπει από πάνω της τον ουρανό. Κι όταν έφτανε η ώρα να βγει, βούλιαζε βγάζοντας την ανάσα της μέχρι να κάτσει στον πάτο της θάλασσας. Κι εκεί κοιτούσε γύρω της μαγεμένη μέχρι η άνωση να την σηκώσει ψηλά.
Εκείνη την μέρα όμως, δεν έκανε τίποτα απ’ όλα αυτά. Κοιτώντας αφηρημένα προς την μεριά , που ήταν οι βάρκες, είδε κάτι να κινείται και να τραβάει τα δίχτυα , ενώ ένα περίεργος ήχος έφτασε στ’ αυτιά της. Σηκώθηκε και πήγε τρέχοντας προς την προβλήτα.
Πριν φτάσει ακόμα είδε την χαρακτηριστική ουρά και κατάλαβε. Ένα μικρό παγιδευμένο δελφίνι, που άγνωστο πως, είχε βρεθεί στο λιμανάκι της. Μπήκε χωρίς να διστάσει στην πρώτη βάρκα και την έλυσε αποφασιστικά, ενώ με το κουπί προσπάθησε να την γυρίσει , ώστε να ανοίξει διάδρομο διαφυγής .
Το δελφινάκι, παρά τον πανικό του, εντόπισε αμέσως το κενό και βγήκε από την περίεργη φυλακή του. Γλίστρησε στη θάλασσα γοργά κι άρχισε να απομακρύνεται πηδώντας κάθε τρεις και λίγο στον αέρα. Η Μαρία έμεινε να το κοιτάζει καθώς έφευγε, νιώθοντας μια περίεργη λύπη. Έδεσε ξανά την βάρκα και βούτηξε στα καθάρια νερά.
Πρώτα άκουσε και μετά ένιωσε την παρουσία του. Με την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή , άπλωσε το χέρι της κα χάιδεψε απαλά την λεία επιδερμίδα του. Δεν ένιωσε κανέναν φόβο. Η ώρα πέρασε με χαϊδέματα, σκουντήματα, κα βουτιές, πολλές βουτιές και την Μαρία να ενθουσιάζεται, που είχε επιτέλους κάποιον να μοιραστεί την χαρά της. Αποχαιρετίστηκαν κι έφυγε βιαστική για το σπίτι.
Την άλλη μέρα δεν την χωρούσε ο τόπος. Περίμενε να περάσει η ώρα κοιτώντας ανυπόμονα τους δείχτες. Το απόγευμα κίνησε πάλι για το λιμανάκι ελπίζοντας στο όνειρο. Το δελφινάκι ήταν εκεί. Κολύμπησαν παρέα, βούτηξαν στην θάλασσα κι όταν κουράστηκε το αγκάλιασε κι ανέβηκε επάνω του κρατώντας το σφιχτά .
Κάθε απόγευμα έτρεχε στην θάλασσα να το συναντήσει. Κάθε φορά που έφευγε πίστευε πως θα ήταν η τελευταία που το έβλεπε. Αλλά την επόμενη μέρα ήταν ακόμα εκεί. Αυτή η ανέλπιδη φιλία την γέμισε εμπιστοσύνη
Έφτασε μεσοκαλόκαιρο, τέλη Ιουλίου, και οι ντόπιοι άρχισαν να την κοροϊδεύουν φωνάζοντάς την δελφινοκόριτσο .Ψαράδες που είχαν χάσει καλές ψαριές από τις τρύπες, που είχαν κάνει τα δελφίνια στα δίχτυα τους,, δεν μπορούσαν να κατανοήσουν ούτε να συγχωρέσουν την φιλία της με το δελφίνι.
Την Μαρία δεν την πείραξε καθόλου η κοροϊδία τους. Αισθανόταν μάλλον κολακευμένη από το παρανόμι της και κορδωνόταν όταν μιλούσαν για την διαφορετικότητά της. Κάθε μέρα κολυμπούσε και γρηγορότερα, άντεχε κάτω από το νερό περισσότερο και παρέτεινε τον χρόνο παραμονής της στην θάλασσα , ώστε τελικά οι ώρες που περνούσε κολυμπώντας να είναι περισσότερες απ’ αυτές που περπατούσε.
Εκείνο το απόγευμα άργησε να πάει στο λιμανάκι. Οι γονείς τις ανέθεταν όλο και περισσότερες δουλειές για να την κρατήσουν μακριά από το δελφίνι και την θάλασσα. Πριν ακόμα φτάσει είδε πολλές βάρκες μαζεμένες στο λιμανάκι κι ένα κακό προαίσθημα την κατέκλυσε.
Οι βάρκες είχαν περικυκλώσει το μικρό δελφίνι κι οι άντρες μέσα του χτυπούσαν με τα κουπιά το δελφινάκι , προσπαθώντας να το διώξουν από το λιμάνι και σπρώχνοντάς το προς την ανοιχτή θάλασσα. Βούτηξε χωρίς να βγάλει τα ρούχα της κι άρχισε να κολυμπάει προς το μέρος τους , ενώ δάκρυα θυμού και απελπισίας κυλούσαν από τα μάτια της και μπερδευόταν με το αλμυρό νερό.
Μέχρι να φτάσει στην πρώτη βάρκα το δελφίνι είχε αρχίσει να ξεμακραίνει. Της έδωσαν το χέρι για να ανέβει. Το είδε από μακριά να αφήνει ένα κόκκινο ρυάκι στο νερό καθώς ξεμάκραινε. Καθώς πήδηξε είδε με αποτροπιασμό πως υπήρχε μια μεγάλη πληγή, που ξεκινούσε από το αριστερό του πτερύγιο κι έφτανε σχεδόν μέχρι την ουρά.
Θέλησε να το ακολουθήσει εκείνη κιόλας την στιγμή. Οι άντρες την κράτησαν σφιχτά και δεν την άφησαν να κουνηθεί. Τους κοίταξε με μάτια γεμάτα μίσος και απόγνωση. Δεν μίλησε κανένας τους μέχρι που έφτασαν στην ακτή.
Τέλος Αυγούστου οι γονείς της Μαρίας της ανακοίνωσαν πως θα πήγαινε στην θεία της στην Αθήνα κι ότι θα έμενε εκεί μέχρι να τελειώσει το γυμνάσιο. Η Μαρία δεν μίλησε. Τους κοίταξε με τα ανέκφραστα μάτια της και κούνησε το κεφάλι καταφατικά.
Πέρασαν δέκα χρόνια. Τελείωσε το γυμνάσιο, το λύκειο , την σχολή καλών τεχνών κι ετοιμαζόταν να κάνει την πρώτη της έκθεση. Οι πίνακές της ήταν γεμάτοι φως και θάλασσα, κρυμμένες γωνιές του νησιού , που ποτέ δεν επισκέφτηκε από την μέρα που έφυγε, το αγαπημένο της λιμανάκι και δελφίνια, πολλά δελφίνια.
Έριχνε μια τελευταία ματιά στην γκαλερί και στις θέσεις που ήταν τοποθετημένοι οι πίνακες, όταν είδε έναν νεαρό άντρα που στεκόταν ώρα πολύ μπροστά σ’ έναν πίνακα, που απεικόνιζε ένα δελφίνι κι ένα κορίτσι να χορεύουν αντικριστά κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Τον πλησίασε και του είπε χαμογελαστά ότι η έκθεση θα γινόταν την επόμενη μέρα. Μίλησαν ώρα πολύ για την θεματολογία που επέλεξε, για το νησί , για την θάλασσα , για τις ανθρώπινες σχέσεις.
Έφυγαν μαζί και δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη όταν της ζήτησε να πάνε στο σπίτι του. Ένιωθε παράξενα οικεία και ανάλαφρα μαζί του και το κρασί που την κέρασε παρέτεινε αυτήν την αίσθηση. Έκαναν έρωτα χωρίς ταμπού προσφέροντας ο ένας στον άλλο την ευχαρίστηση και την ηδονή, χαλαροί και παραδομένοι σαν ζευγάρι παντρεμένο από χρόνια.
Όταν αυτός αποκοιμήθηκε η Μαρία σηκώθηκε κι άρχισε να ντύνεται. Δεν έμενε ποτέ μαζί με κάποιον παραπάνω από το απαραίτητο, δεν είχε ποτέ της σχέση που να κράτησε, δεν είχε κοιμηθεί ποτέ με κάποιον στο ίδιο μαξιλάρι. Ήταν έτοιμη να φύγει όταν αυτός γύρισε στον ύπνο του , αφήνοντας ξεσκέπαστη όλη την αριστερή του πλευρά. Είδε το σημάδι που διέτρεχε το κορμί του κάτω από την μασχάλη μέχρι τους αστραγάλους κι ένιωσε κάτι σαν λιγοθυμιά. Άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε.
Έβγαλε τα ρούχα της κοιτώντας το καθρέφτισμα του κορμιού της στη γαλάζια θάλασσα των ματιών του. Ξάπλωσε δίπλα του και τον αγκάλιασε. Κι ενώ τα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της, ένιωσε την γαλήνη του ταξιδευτή που γυρίζει επιτέλους σπίτι μετά από χρόνια απουσίας.
Το άλλο πρωί οι κάτοικοι του μικρού νησιού είδαν τα δελφίνια, που είχαν εξαφανιστεί για χρόνια, να εμφανίζονται στο λιμανάκι , στην πίσω πλευρά του νησιού..

Το φιλί του Ποσειδώνα

Δε θυμάμαι πώς ξεκίνησα να ασχολούμαι με την ιστιοπλοΐα... Πάνε πολλά χρόνια. Δε θα ξεχάσω όμως πώς ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη θάλασσα
Νησιώτικο αίμα που κυλάει στις φλέβες, από νωρίς άρχισε να μιλάει στην ψυχή μου. Η περηφάνια του πατέρα μου και το καμάρι να φουσκώνει: "Το παιδί μου, πρώτα μπουσούλησε και μπήκε στη θάλασσα, και μετά περπάτησε!" Θυμάμαι σα να ήταν χθες, τα λόγια του: "Τη θάλασσα δε θέλει να τη φοβάσαι, μα να τη σέβεσαι!" και με γνώμονα αυτά, πορεύομαι.
Στα σκάφη έμπαινα από μωρό, αλλά το μηχανοκίνητο, δεν έχει γοητεία. Δε νιώθεις το μεγαλείο της φύσης. Ήρθε λοιπόν ο καιρός, να δοκιμάσω την τύχη μου με τα πανιά. Παιδί ήμουν, αλλά δεν θα ξεχάσω πώς ένιωσα την πρώτη φορά που μπήκα να κάνω ιστιοπλοΐα! Δεν ήξερα καν τις πλεύσεις, μήτε τους αέρηδες, αλλά όταν μπήκα στο μικρό σκαφάκι -ακόμα και σαν έρμα- αισθάνθηκα ελεύθερη! Κυλούσα απαλά στο χάδι του αφρού, ενώ ο αγέρας χάιδευε τα μάγουλά μου. Στο διάβα μου, μόνο το γαλάζιο της θάλασσας και το φως του ουρανού -κανένας να μη με κυβερνάει!
Το πρώτο μου σκάφος ήταν ένα optimist. Λίγο παραπάνω από 2 μέτρα στο μήκος, με ένα ημιολικό πανί. Ξύλινο σκαρί, ελαφρύ και γρήγορο σαν τους γλάρους. Μου τό 'χε κάνει δώρο ο πατέρας μου όταν ήμουν 10 χρονών. Δίψα για να μάθω και να γυρίσω τον κόσμο, μέσα στον μικρόκοσμό μου. Σιρόκο το βάφτισα, σαν το νοτιοανατολικό άνεμο.
Τα χρόνια περνούσαν μέχρι που μεγάλωσα! Ίσαμε 5 χρόνια παιδευόμουν, για να αποκτήσω τη ναυτοσύνη και νόμιζα ότι το είχα κατορθώσει! Σαν πόσα πράγματα περνούν από το μυαλό μας, όταν είμαστε παιδιά! Έχω πολλές αναμνήσεις από τον Σιρόκο! Αγαπούσα το σκάφος σα ζωντανή ψυχή! Το πρόσεχα, το συντηρούσα, το βελτίωνα! Ο πατέρας μου, χαιρόταν με τη χαρά μου ενώ στα μάτια του παιχνίδιζε το καμάρι! "Θαλασσόσκυλο το κορίτσι μου! Σαν τον πατέρα της!" καυχιόταν! Και ποτέ, ποτέ, δεν ξέχασα τα λόγια του: να σέβομαι τη θάλασσα.
Μα μια φορά το λησμόνησα. Η ψυχή του παιδιού μπουρινιάζει γρήγορα και σηκώνει καιρό και αντάρα! Δε θυμάμαι τι με φόρτωσε, μα ήθελα να φύγω - να πάω στη θάλασσα που μόνο αυτή με καταλαβαίνει. Καλοκαίρι και απομεσήμερο, οι μεγάλοι να κοιμούνται κι εγώ να κυλάω το τρέιλερ με το σκαρί μου στην παραλία. Αρμάτωσα γρήγορα το σκάφος, με την ταχύτητα και την εμπειρία που μου έδιναν τα χρόνια που ασχολιόμουν.
Ήμουν, δεν ήμουν 13 χρονών και είχα το Σιρόκο 3 χρόνια σύντροφο! Ήξερα τις "παραξενιές" του και στο διάβα, μ' έμαθε κι ετούτος! Έβαλα το άλμπουρο, έδεσα τις σκότες, τριμάρισα το πανί μου. Με γρήγορες και θυμωμένες κινήσεις, πέταξα μέσα το πηδάλιο και την καρίνα. Έβαλα το τρέιλερ στη θάλασσα και μαλακά, σα να ακουμπούσα ένα μωρό, έσπρωξα το σκαρί μου.
Ασφάλισα το τρέιλερ και με γρήγορες κινήσεις μπήκα στη θάλασσα, σπρώχνοντας το Σορόκο μακριά από τους ανθρώπους, που με είχαν τσαταλώσει! Άμε στο καλό και στην ευχή του Άι Νικόλα! Πήδηξα μέσα στο σκάφος κι έβαλα την καρίνα και το πηδάλιο με γοργές κινήσεις. Περισσότερο από συνήθεια, κοίταξα τον αγέρα μου και μετά τον καιρό. Φόρτωνε ο αγέρας, υποκλινόταν η θάλασσα. Ήξερα ότι θα "φρεσκάρει" κι άλλο, μα δε μ' ένοιαζε! Ήξερα ότι η θέση μου ήταν κοντά στον Ποσειδώνα.
Άδραξα το πανί μου και φερμάρησα να πάρω καλά τα όρτσα. Το σκαρί ανταποκρίθηκε γρήγορα, λες και ήταν ζωντανό. Πήγαινα πολύ ώρα έτσι, με τη πλώρη μου να σκίζει τα νερά και το πανί μου να τσιτώνει! Σούζα πήγαινε το σκάφος κι εγώ καβάλα στη σοφράνο. Ο χρόνος έπαψε να υπάρχει κι εγώ ξανοιγόμουν μέχρι που μαύρισε ο ορίζοντας.
Οι σβιλιάδες τράνταζαν βίαια το πανί μου, σα θυμωμένα παιδιά που δεν τα παίζει κανένας.Ηρέμησα, άφησα μπόσκα τον εαυτό μου και κατάλαβα ότι ήρθε η ώρα να γυρίσω. Άλλωστε, το καλό με τη θάλασσα είναι ότι δεν στεναχωριέται όταν φεύγεις, γιατί ξέρει ότι κοντά της θα 'ρθεις πάλι!
Αγαντάρησα λίγο το πανί μου, μέχρι να στρώσει ο αέρας, γιατί με τις σβιλάδες ήταν ζόρικα. Η στιγμή ήταν δύσκολη και τώρα που είχα ξεθολώσει, ήξερα ότι ο καιρός ήταν επικίνδυνος. Να πάω για όρτσα ή για μπότζα α λα μπάντα; Στα όρτσα, με τόσες σβιλιάδες και δυνατό αέρα, αν την έχανα, θα με πέταγε πολύ μακριά από την πορεία μου.
Είπα να ποδίσω μέχρι τα πρίμα κι από κεί, ενώ θα κατευθύνομαι προς τα έξω να κάνω τα κουμάντα μου. Και πόδισα το διάκι μου. Μα την αλήθεια, είχα πάει πολύ μακριά! Την στεριά την έβλεπα σα μια λωρίδα πάνω σε ζωγραφιά, ενώ μήτε σπίτια, μήτε δέντρα μπορούσα να διακρίνω. Το μόνο που θωρούσα ήταν ο ουρανός που όλο μαύριζε και φόρτωνε με σύννεφα. Προετοιμάστηκα για μπουρίνι, αλλά με την απειρία μου, νόμιζα ότι με έπαιρνε λίγο ακόμα να καβατζάρω.
Όμως η μαλένια δεν άργησε να φανεί. Γύρισα να κοιτάξω πίσω μου γιατί νόμιζα ότι άκουσα τράτα να περνάει, όταν το πανί μου γύρισε με τον αέρα ούρια και πήρα μπότζα α λα μπάντα! Με τέτοια δύναμη έφυγε η μάτσα από το πράσινα, που την έφαγα στο πρόσωπο και μέχρι να αντιδράσω, ο Σιρόκος είχε μπατάρει τα πάνω κάτω.
Δεν θυμάμαι με τι δυνάμεις κρατιόμουν πάνω από το σκαρί, ούτε πόσες προσπάθειες είχα κάνει να γυρίσω το σκάφος. Θυμάμαι όμως που ένιωθα τα δάχτυλά μου να μη με βαστάνε και ζαλισμένη από το χτύπημα, σιγά-σιγά να φουντάρω.
Ο κόσμος γύρω μαύρισε κι έχασα τον προσανατολισμό μου. Σαν σε όνειρο άκουγα τα κύματα που χτυπούσαν πάνω στο αναποδογυρισμένο μου σκάφος μ’ αυτόν τον μοναδικό τρόπο που ακούς τα πάντα κάτω από το νερό. Προσπάθησα να κουνήσω τα χέρια μου, αλλά ανακάλυψα πως το πρώτο μούδιασμα από το χτύπημα εξαπλωνόταν σ’ όλο μου το κορμί.
Ένιωσα το αίμα να χτυπά στο κεφάλι μου καθώς η ανάσα μου τελείωνε. Προσπάθησα να αντισταθώ, αλλά το στόμα μου άνοιξε σε μια απελπισμένη προσπάθεια του κορμιού να βρει οξυγόνο. Το νερό μπήκε μέσα μου βίαια
Την επόμενη στιγμή ένιωσα κάτι να με τραβάει δυνατά προς τα επάνω. Γλιστρούσα στο νερό σαν να είχα μπει σ’ ένα τούνελ με υγρά τοιχώματα, που πίεζαν λυτρωτικά το κορμί μου . Δοκίμασα να ανοίξω τα μάτια μου και τότε έχασα τις αισθήσεις μου.
Άκουσα μια μέλισσα που βούιζε πάνω από το κεφάλι μου. Ο ήλιος ζέσταινε το κορμί μου . Το κεφάλι μου έκαιγε και το στομάχι μου ήταν άνω κάτω. Άνοιξα διστακτικά τα μάτια μου, που τσούζανε και κοίταξα γύρω μου. Σήκωσα το χέρι αντανακλαστικά για να κάνω αντήλιο και κόκκοι άμμου έπεσαν στα μάτια μου
Ήμουν ξαπλωμένη σε μια ερημική παραλία. Η θάλασσα ήταν λάδι. Το Optimist ήταν τραβηγμένο στην ακροθαλασσιά λίγα μέτρα πιο μακριά από μένα. Πήρα μια βαθιά ανάσα κι άρχισα να βήχω και να ξερνάω θαλασσινό νερό και τα υπολείμματα του πρωινού μου
Ένα δροσερό χέρι ακούμπησε στο μέτωπό μου, ενώ ένα άλλο σπλαχνικό τραβούσε τα μαλλιά από το πρόσωπό μου. Γύρισα και είδα μπροστά μου έναν νεαρό άντρα. Ήταν ψηλός και εύρωστος και τα γαλαζοπράσινα μάτια του έλαμψαν καθώς μου χαμογελούσε.
Μου έδωσε το χέρι του και με βοήθησε να σηκωθώ. Σκούπισα ντροπαλά το λερωμένο μου στόμα κι ετοιμάστηκα να τον ρωτήσω αν είναι αυτός που με τράβηξε έξω, όταν είδα τα μάτια του να αστράφτουν και να γίνονται γκρίζα κι ένιωσα με κατάπληξη το χέρι να πέφτει με δύναμη στο πρόσωπό μου
«Αυτό για να προσέχεις άλλη φορά» μου είπε με δυνατή θυμωμένη φωνή. Κι ενώ εγώ τον κοίταζα με το στόμα ανοιχτό, μην μπορώντας καν να αντιδράσω , είδα και πάλι τα μάτια του να αλλάζουν χρώμα και να γίνονται πράσινα. Έσκυψε και τα χείλη του ακούμπησαν απαλά στο μέτωπο, εκεί που ένιωθα έντονα τον πόνο και το τσούξιμο από το χτύπημα
 «Κι αυτό για να θυμάσαι» μου είπε με απαλή φωνή. Τον κοίταξα αμίλητη νιώθοντας έντονα την διάθεση να βάλω τα κλάματα και να χωθώ στην αγκαλιά του. Κάνοντας το πρώτο βήμα προς το μέρος του, τα πόδια μου λύγισαν και για δεύτερη φορά στην ίδια μέρα, τυλίχτηκα στο σκοτάδι.
Άκουσα φασαρία , φωνές και κάποιος με πήρε αγκαλιά. Κοιτώντας γύρω μου , ζαλισμένη ακόμα, είδα κόσμο γύρω μου , ενώ ο άγνωστος που με κρατούσε αγκαλιά , ρωτούσε το όνομα μου, αν ξέρω πως βρέθηκα εκεί κι άλλα πολλά, που έφταναν στα αυτιά μου σαν βουητό μαζί με το κύμα της θάλασσας.
Σύντομα βρέθηκα στο νοσοκομείο. Οι γονείς μου ήρθαν να με πάρουν λίγη ώρα αργότερα. Μου εξήγησαν πως με βρήκαν λιπόθυμη στην ερημική παραλία, μίλια μακριά από το λιμανάκι που ξεκίνησα. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει πως κατάφερα να βγω και να σύρω και το σκάφος έξω κι όταν τους ανέφερα τον άγνωστο άντρα, με κοίταξαν με έκπληξη και μου απάντησαν πως δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί, όταν με βρήκανε.
Γυρίζοντας στο σπίτι ακολούθησα την συμβουλή των γονιών μου να πέσω αμέσως στο κρεβάτι, γιατί αισθανόμουν ακόμα πολύ αδύναμη και μπερδεμένη, ενώ το κεφάλι μου με πονούσε απίστευτα. Έκανα ανήσυχο ύπνο και ξυπνούσα λουσμένη στον ιδρώτα και εικόνες από πτώματα στον βυθό της θάλασσας.
Την άλλη μέρα το πρωί μπήκα στο μπάνιο να πλυθώ, πριν εμφανιστώ στους γονείς μου που θα περίμεναν να τους δώσω τις εξηγήσεις που τους χρωστούσα από την προηγούμενη μέρα. Έπλυνα το πρόσωπο μου κι έμεινα να κοιτάζω το σημάδι στο μέτωπό μου για ώρα.
Εκεί, στο μέτωπο, στο σημείο που με είχαν ράψει και στο σημείο που με φίλησε ο άγνωστος άντρας, έβλεπε κανείς ξεκάθαρα μια μικρή μαύρη τρίαινα..

Θάλασσα

      
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου είμαι ερωτευμένη. Μ’ έναν άνθρωπο, μια ιδέα, ένα τραγούδι, ένα βιβλίο, ένα αντικείμενο, ο,τιδήποτε μπορεί να αγγίξει την ψυχή μου και να την ανυψώσει.

Έρωτες κεραυνοβόλοι , σταδιακοί, σκοτεινοί, βραχύβιοι, περίεργοι, αστείοι, ανέξοδοι, απελπισμένοι , όλοι όμως παθιασμένοι , με την ίδια αίσθηση μέθης να με πλημμυρίζει. Έρωτες που με κάνουν να νιώθω την ζωή να περνάει από μέσα μου κι όχι από δίπλα μου, που με ταράζουν και κουνούν συθέμελα τον μικρόκοσμό μου. Έρωτες μιας μέρας, ενός μήνα, μιας εποχής και έρωτες μιας ζωής, που γίνανε μεγάλες αγάπες. Ένας τέτοιος μεγάλος έρωτας είναι και η θάλασσα.

Γεννήθηκα στην Θεσσαλονίκη, μια πόλη χτισμένη γύρω και πάνω από την θάλασσα, όπως όλες οι παράλιες πόλεις της πατρίδας μας. Οι πόνοι έπιασαν την μάνα μου πρόωρα ενώ ήταν στο αυτοκίνητο, πηγαίνοντας από τους χωματόδρομους εκείνης της εποχής για μπάνιο στην Χαλκιδική. Την επόμενη κιόλας χρονιά πέρασα σχεδόν όλο το καλοκαίρι μου στην θάλασσα, όπου με έβαζαν εσπευσμένα για να σταματήσω το κλάμα..

Στα παιδικά μου χρόνια οι δικοί μου , όπως και οι περισσότεροι εκείνον τον καιρό, νοικιάζανε «σεζόν» , δηλαδή για όλο το καλοκαίρι, ένα σπίτι , όπου μέναμε από την ώρα που έκλειναν τα σχολεία μέχρι τα τέλη Αυγούστου. Ακόμα και σήμερα όταν σκέφτομαι καλοκαίρι μου έρχεται κατευθείαν η μυρωδιά πεύκου ανακατεμένου με ιώδιο, πράσινο και γαλάζιο αρμονικά δεμένα, καυτή αμμουδιά στα γυμνά μου πέλματα, ζεστή θάλασσα ,η απειλητική φωνή της μάνας μου για να βγω από την θάλασσα, για να βάλω καπέλο, για να μην απομακρύνομαι.

Μετά από το σπάσιμο του ποδιού μου στα εννέα μου χρόνια, κι ενώ πέρασα αρκετό διάστημα σε ακινησία, ο γιατρός συμβούλεψε τους γονείς μου να με πάνε στο κολυμβητήριο, όπου θα μπορούσα με ήπια γυμναστική να επαναφέρω την χαμένη κινητικότητα και δύναμη του. Έτσι απέκτησα την αυτοπεποίθηση, που δίνει η γνώση, την υπομονή ,που μου έλειπε, την πειθαρχία, που δεν είχαν κατορθώσει να μου επιβάλλουν, εφόδια που μου στάθηκαν πολύτιμα στην επαφή μου με την θάλασσα και με τον έρωτα στην μετέπειτα ζωή μου.

Αν και μου αρέσει να μοιράζομαι ό,τι αγαπώ και με παθιάζει, υπάρχουν πάντα στιγμές που θέλω και αποζητώ την απομόνωση με το αντικείμενο του πόθου μου. Γι’ αυτό αγαπημένες μου ώρες για κολύμπι είναι πάντα νωρίς το πρωί και αργά το βράδυ, όταν δεν υπάρχει κανείς τριγύρω, έχει ησυχία κι θάλασσα είναι καθαρή και ήρεμη.

Το καλοκαίρι που έγινα δεκατριών χρονών ,έχοντας ως δικαιολογία ότι χρειαζόμουν προπόνηση, σηκωνόμουν κάθε πρωί κατά τις εφτά , φορούσα το μαγιώ μου και έτρεχα στην θάλασσα. Καθόμουν ακίνητη για λίγο έξω αφήνοντας το βλέμμα μου να περιπλανηθεί στο βάθος του ορίζοντα και με μια κίνηση βουτούσα στην θάλασσα κι άρχιζα να κολυμπώ. Πήγαινα πάντα προς τα μέσα κι όχι παράλληλα με την παραλία , όπως έλεγα στην μητέρα μου για να την καθησυχάζω και κάθε μέρα απομακρυνόμουν και λίγο παραπάνω.

Εκείνο το πρωινό ξύπνησα εκνευρισμένη , την γνωστή ώρα, κουβαλώντας ακόμα τα λόγια που είχα ανταλλάξει με κάποιους φίλους και που με είχαν ενοχλήσει. Ετοιμάστηκα βιαστικά και έφυγα χτυπώντας πίσω μου την πόρτα. Βούτηξα στα γρήγορα και άρχισα να κολυμπάω αφήνοντας την ρυθμική κίνηση του κορμιού και της ανάσας μου, σε συνδυασμό με την επαφή με το κρύο νερό να με χαλαρώσει.

Σταμάτησα λαχανιασμένη και ξάπλωσα κοιτάζοντας τον ήλιο και το σκούρο μπλε στρώμα της θάλασσας, που με περιέβαλε. Η καρδιά μου ξαναβρήκε τους χτύπους της και συνέχισα να κολυμπάω πιο χαλαρά , ενώ ανά τακτά διαστήματα σταματούσα για να υπολογίσω την απόσταση έχοντας σαν σημάδι την προβλήτα, που όλο και ξεμάκραινε.

Ξαφνικά ένιωσα τον έντονο και καυτό πόνο της κράμπας στο πόδι μου. Γύρισα και κοίταξα πίσω μου την ακτή, που μετά βίας διέκρινα. Υπολόγισα ότι πρέπει να ήμουν πάνω από χίλια πεντακόσια μέτρα μακριά και πήρα βαθιές ανάσες καθώς ο πόνος γινόταν εντονότερος. Άρχισα να κολυμπάω με χεριές, σε ύπτιο, ενώ σταματούσα συχνά φοβούμενη μην με πάρει το ρεύμα παράλληλα χωρίς να το καταλάβω. Ακόμα δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα στην ακτή.

Η ώρα περνούσε κι ένιωθα πλέον τα χέρια μου βαριά και τις δυνάμεις μου να λιγοστεύουν. Είχα φτάσει στα μέσα της απόστασης κι ένιωθα απελπισμένη. Μπορούσα πλέον να διακρίνω τις φιγούρες των ανθρώπων, που κατέβαιναν για μπάνιο, αλλά κανείς τους δεν κοιτούσε προς το μέρος μου κι αν κοιτούσαν αμφέβαλα αν θα καταλάβαιναν τι είναι αυτό που βλέπουν.
Συνέχισα λοιπόν με τα χέρια μου να τρέμουν , ενώ τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια μου ενωνόταν με το νερό, που όλο και πιο συχνά μου σκέπαζε το πρόσωπο. Και κάθε φορά που κοιτούσα προς τα έξω , ένα πείσμα σκέπαζε την κούραση και συνέχιζα να κολυμπώ.

Όταν τελικά βγήκα έξω , η παραλία ήταν γεμάτη κόσμο. Τρέμοντας σωριάστηκα στην αμμουδιά, νιώθοντας το σώμα μου να καίει. Βρήκα τα πράγματά μου. Το ρολόι μου έδειχνε έντεκα και κάτι.

Δεν μίλησα σε κανέναν για αυτήν την περιπέτεια. Το απόγευμα αγόρασα ένα σκουφάκι για τα μαλλιά. Την άλλη μέρα το πρωί ξαναπήγα, αν και ήμουν πιασμένη ολόκληρη και πονούσα και κολύμπησα όσο μπορούσα προς τα μέσα, φορώντας το κόκκινο σκουφάκι , που απεχθανόμουν.

Πέρασαν πολλά καλοκαίρια και η θάλασσα δέθηκε με πολλές άλλες αναμνήσεις. Με ουζάκια στο κύμα, με παιχνίδια στην παραλία, με βραδινά πάρτι και κιθάρες, εφηβικούς έρωτες κάτω από το φως των αστεριών, κολύμπι κάτω από την φθινοπωρινή βροχή, ανοιξιάτικες εκδρομές , χειμωνιάτικα βράδια με κόκκινο κρασί και την αγριεμένη θάλασσα να φωνάζει τα κύματά της.

Για μένα όμως έμεινε για πάντα άρρηκτα δεμένη με εκείνο το καλοκαίρι, που μου έμαθε να την αγαπώ μ’ έναν καινούριο τρόπο, ενώ στο μάθημά της για τον έρωτα, τίποτα δεν προστέθηκε στα χρόνια που πέρασαν.

Εξακολουθώ να βουτώ χωρίς δεύτερη σκέψη , να πηγαίνω στα βαθειά, να κολυμπώ μονάχη. Σέβομαι τον έρωτα, μα δεν τον φοβάμαι. Κι αν πάντα υπάρχει η πιθανότητα να πάθω κράμπα, ξέρω πως μπορώ να βασιστώ στον εαυτό μου για να βγω πάλι στην ακτή..

Η βάρκα του έρωτα


Η Ανθή ξύπνησε νιώθοντας την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή, μούσκεμα στον ιδρώτα, με το νυχτικό της να κολλάει επάνω της σαν δεύτερο δέρμα και το σεντόνι κουβαριασμένο στα πόδια της.
Σηκώθηκε απότομα κι είδε μικρές μαύρες βούλες να σκιάζουν το οπτικό της πεδίο, ζαλίστηκε κι έκατσε στην άκρη του κρεβατιού. Το ασημί φως του φεγγαριού, που έμπαινε από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, την ξύπνησε τελείως.
Πήγε στο μπάνιο κι έριξε μπόλικο νερό στο πρόσωπό της, αποφεύγοντας να κοιτάξει το είδωλό της στον καθρέφτη. Βγήκε στο μπαλκόνι, έκατσε στην καρέκλα, άπλωσε τα πόδια στα κάγκελα του μπαλκονιού κι άναψε τσιγάρο.
Είχε τρεις μέρες που έφτασε σε αυτό το παραλιακό χωριό, νοίκιασε ένα δωμάτιο μπροστά στην θάλασσα και κούρνιασε μέσα σαν έμβρυο, χωρίς να βγει παρά μόνο για τα απαραίτητα. Είχε έρθει οδηγημένη από την ανάγκη να ξεχάσει έναν ανέλπιδο έρωτα και διώξει τους εφιάλτες , που την ξυπνούσαν κάθε βράδυ. Δεν είχε κάνει καμία πρόοδο.
Κοίταξε με βλέμμα θολό το μονοπάτι του φεγγαριού πάνω στην θάλασσα κι αναστενάζοντας μπήκε μέσα, έβγαλε την μουσκεμένη ακόμα νυχτικιά, φόρεσε ένα ελαφρύ φορεματάκι , έβαλε τις σαγιονάρες, έριξε τα κλειδιά και τα τσιγάρα στην τσάντα της και βγήκε έξω.
Περπάτησε αρκετή ώρα στην έρημη παραλία μέχρι να φτάσει στο σημείο που είχε εντοπίσει από το μπαλκόνι της, το σημείο που το μονοπάτι του φεγγαριού έφτανε μέχρι τα πρώτα βράχια. Ακούμπησε την τσάντα στην κόχη του βράχου, έβγαλε το φουστάνι, τις σαγιονάρες και τα εσώρουχά της και όρμησε στην θάλασσα κολυμπώντας μανιασμένα μέχρι να της κοπεί η ανάσα.
Κοίταξε γύρω της πιότερο για να βεβαιωθεί πως δεν έχασε την πορεία της προς το ολόγιομο φεγγάρι, όταν είδε μία μικρή βάρκα, με την άγκυρα ριγμένη, άδεια, εκεί στη μέση του λιμανιού. Κολύμπησε γεμάτη περιέργεια προς το μέρος της και φτάνοντας κοντά την περιεργάστηκε χωρίς να καταλήξει σε κανένα συμπέρασμα.
Βάζοντας όση δύναμη της είχε απομείνει, κατόρθωσε να μπει μέσα στην ρηχή βαρκούλα, που είχε τα κουπιά της στο πλάι,κι έδειχνε σαν να ήταν εκεί για χρόνια ξεχασμένη. Κοίταξε γύρω της με περιέργεια ψάχνοντας ένα σημάδι που να της έδινε κάποια πληροφορία για τον ιδιοκτήτη της. Άνοιξε το μικρό ντουλαπάκι, στο οποίο βρήκε πέρα από τα αναγκαία ένα μικρό μπλε τετράδιο και διάφορα μολύβια.
Άνοιξε το τετράδιο. Ήταν λευκό. Κανείς δεν είχε γράψει τίποτα. Το κοίταξε πολύ ώρα  ενώ άρχισε να νιώθει το κορμί της να παγώνει. Έβγαλε την κουβέρτα που είχε δει από πριν , τυλίχτηκε και κράτησε ένα από τα μολύβια στο χέρι της στριφογυρίζοντας το καθώς σκεφτόταν.
Είχε πολύ καιρό να γράψει. Κι είχε υποσχεθεί πως δεν θα το έκανε. Πως δεν θα έγραφε ξανά για εκείνον. Πως δεν θα έγραφε για τον έρωτα που την έκαιγε. Και κυρίως για την απώλεια του. Τώρα όμως , ο πειρασμός ήταν μεγάλος. Κανείς πέρα από το φεγγάρι δεν θα το μάθαινε. Ακόμα κι η ίδια μπορούσε να το ξεχάσει.
Κι έγραψε το γράμμα, που δεν του έστειλε ποτέ. Αυτό που μιλούσε για τον έρωτα που εκπόρνευσε τα όνειρά της, που την καταδίκασε να περιμένει παγιδευμένη στο δίχτυ που της πέταξε θεωρώντας το παλάτι κι όχι φυλακή, που λάθος εκτίμησε, κακώς εμπιστεύτηκε κι έχασε την ψυχή της σε μια ατέρμονη αναζήτηση, που την έφερε σε αδιέξοδο. Έγραφε ώρα πολύ, γεμίζοντας τις σελίδες την μία πίσω από την άλλη χωρίς να κομπιάζει, χωρίς να σκέφτεται, έχυνε πάνω στο χαρτί όλο τον έρωτα και την απόγνωσή της , σκουπίζοντας μηχανικά τα δάκρυα που κυλούσαν από τα μάτια της.
Άφησε την κουβέρτα να στεγνώνει, έβαλε το τετράδιο και τα μολύβια στη θέση τους και έφυγε κολυμπώντας προς την ακτή. Γυρίζοντας στο δωμάτιο, κοιμήθηκε αμέσως, χωρίς τίποτα να ταράξει τον ύπνο της, μετά από πολύ καιρό, μέχρι αργά το πρωί.
Το πρωινό φως που της χάιδεψε το πρόσωπο, την έκανε να ανοίξει τα μάτια. Σηκώθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι. Η βάρκα δεν φαινόταν πουθενά. Χωρίς να είναι σίγουρη αν ονειρεύτηκε , κοίταξε πιο προσεκτικά και τότε την είδε. Κάποιος την είχε βγάλει στην ακροθαλασσιά , δίπλα στα βράχια. Είδε από μακριά έναν άντρα να κάθεται στο πλάι της βάρκας, για να του κάνει σκιά, ενώ κρατούσε κάτι στα χέρια του και διάβαζε.
Στριφογυρνούσε όλη μέρα, νιώθοντας αδημονία, περιμένοντας να πέσει ο ήλιος . Δεν τολμούσε να ελπίσει, αλλά κάτι μέσα της την έκανε να χαμογελάει. Περίμενε καθισμένη στο μπαλκόνι μέχρι που είδε την μικρή βάρκα να αγκυροβολεί στο χθεσινό σημείο. Είδε τον άντρα να κάθεται χωρίς να κάνει τίποτα για αρκετή ώρα. Κάποια στιγμή μετά τα μεσάνυχτα, τον είδε να απομακρύνεται κολυμπώντας.
Ντύθηκε αμέσως κι έφυγε βιαστικά. Έφτασε στην βάρκα με μεγάλες απλωτές κι ανέβηκε βιαστικά. Άνοιξε το ντουλαπάκι κι έβγαλε έξω το μπλε τετράδιο. Ξεφύλλισε βιαστικά τις σελίδες που είχε γράψει την προηγούμενη μέρα και με την καρδιά να χτυπά σαν τρελή είδε στο τέλος γραμμένο κάτι. Διάβασε την απάντηση χαμογελώντας χωρίς να νιώθει το κρύο. Πήρε το μολύβι κι έγραψε ένα νέο γράμμα στον άγνωστο ιδιοκτήτη της βάρκας.
Οι μέρες περνούσαν κι η Ανθή ένιωθε παράξενα ευτυχισμένη. Κάθε βράδυ επαναλαμβανόταν το ίδιο σκηνικό κι άρχισε να μαθαίνει περισσότερα για τον άγνωστο άντρα και για τον ίδιο της τον εαυτό με αυτήν την παράξενη αλληλογραφία. Ένιωσε με κατάπληξη πως ένιωθε ερωτευμένη με αυτόν τον άντρα που δεν ήξερε, που δεν είχε συναντήσει ποτέ, αλλά τον ένιωθε τόσο κοντά στην ψυχή της όσο κανέναν άλλο. Όλοι οι προηγούμενοι έρωτες, ακόμα κι ο τελευταίος που την είχε οδηγήσει εκεί , έμοιασαν να ξεθωριάζουν όπως τα άστρα στην εμφάνιση του ήλιου.
Ο άγνωστος άντρας νιώθοντας την τρικυμία που σήκωσε στην καρδιά της, παραξενεμένος από αυτόν τον έρωτα που δεν μπορούσε να κατανοήσει, σταμάτησε να απαντάει σε κάθε μήνυμα. Η Ανθή έφτανε κολυμπώντας με την ανάσα κομμένη, άνοιγε ανυπόμονα το μπλε τετράδιο και δεν έβλεπε τα αγαπημένα του ορνιθοσκαλίσματα. Αυτό δεν την αποθάρρυνε και συνέχισε να του γράφει καθώς οι λιγοστές απαντήσεις του ήταν πιο σημαντικές από την σιωπή του.
Ένα βράδυ ξεκίνησε νωρίτερα. Δεν περίμενε να τον δει να βγαίνει. Το προηγούμενο μόλις βράδυ της άφησε ένα μήνυμα, που την έκανε να συνειδητοποιήσει πως άκουγε κι αυτός το φτερούγισμα του θεού, αλλά επέλεξε να κωφεύει, ώστε να μην έρχεται σε αντιπαράθεση με την λογική του. Κολυμπούσε αργά και ήρεμα , ενώ αναρωτιόταν αν ήταν σοφή η απόφασή της να τον γνωρίσει από κοντά.
Φτάνοντας κοντά στην βάρκα άκουσε αναστεναγμούς και γέλια. Κράτησε την ανάσα της και κάλυψε την υπόλοιπη απόσταση κολυμπώντας κάτω από το νερό. Δεν χρειάστηκε να ακούσει πολλά. Προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο, κολύμπησε βιαστικά προς την ακτή. Πήγε τρέχοντας στο δωμάτιο κι έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της. Ακούμπησε πάνω της καθώς ένιωσε τα πόδια της να λυγίζουν την ίδια στιγμή, που τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα.
Την περίμενε αυτήν την στιγμή, αλλά πίστευε πως είχε ακόμα χρόνο. Αφέθηκε στο παραμύθι της καρδιάς της , αγνοώντας επιδεικτικά το γεγονός ότι ο άγνωστος άντρας δεν το ακολουθούσε. Δεν είχε αλλάξει κάτι μέσα της, αλλά κατάλαβε πως έπρεπε να φύγει.
Την επόμενη κιόλας μέρα ετοίμασε τα πράγματά της, πλήρωσε το δωμάτιο, βγήκε κι έκανε μερικά τελευταία ψώνια. Γυρίζοντας έκατσε στο μπαλκόνι κι έγραψε ένα μεγάλο γράμμα στον άγνωστο αγαπημένο. Το έδεσε με κόκκινη κορδέλα στην μικρή βαρκούλα που είχε αγοράσει από ένα μαγαζί με αναμνηστικά και είδη για τουρίστες.
Πήγε στο μπάνιο και κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη . Τα μάτια της έλαμπαν και το πιγούνι της ήταν ανασηκωμένο, όπως κάθε φορά που έπαιρνε μία απόφαση. Χαμογέλασε στο είδωλό της κι είδε όλο της το πρόσωπο να αλλάζει . Βούρτσισε τα μακριά της μαλλιά κι τα άφησε να πέσουν ελεύθερα στους ώμους της. Φόρεσε ένα άσπρο μακό μπλουζάκι, ένα τζιν παντελόνι, ίσια άσπρα πέδιλα, έβαλε την αγαπημένη της κολόνια κι κοίταξε με περηφάνια την γυναίκα απέναντί της.
Πήγε στην ακροθαλασσιά κρατώντας στο χέρι της την μικρή βάρκα με το γράμμα. Έβγαλε τα πέδιλά της, γύρισε τα μπατζάκια του παντελονιού και μπήκε στην θάλασσα. Ακούμπησε με τρυφερότητα την βαρκούλα στην επιφάνειά της και παρακολούθησε την τρελή της πορεία για λίγο. Έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω της.
Ένας νεαρός άντρας μπήκε στην θάλασσα κι έπιασε την βαρκούλα. Έλυσε την κόκκινη κορδέλα και να διάβασε το μήνυμα με την πλάτη ακουμπισμένη στην βάρκα του. Έβγαλε ένα μικρό μπλε τετράδιο και το έβαλε μέσα.
Η μικρή βάρκα έμεινε ξεχασμένη στην ακροθαλασσιά περιμένοντας το επόμενο ταξίδι..